Γράφει ο Βασίλης Γαλούπης (ντόπερμαν)
Είναι Σάββατο πρωϊ. Χαρά θεού ο καιρός, έχεις πιει τον καφέ σου, έχεις κάνει κάποιες δουλίτσες και είσαι στην αυλή του σπιτιού σου. Έχεις πάρει τα σφουγγάρια σου, τους κουβάδες και πλένεις το αμάξι. Να λαμποκοπάει μέσα-έξω. Καιρός κρίσης είναι, κόβεις απ’ όπου μπορείς έξοδα, οπότε λες «γιατί να είναι σκονισμένο το αυτοκίνητο; Τόσα φράγκα έδωσα για να πάρω το εργαλείο…».
Έτσι λοιπόν, όπως είσαι αφοσιωμένος στο πλύσιμο και στο τρίψιμο, μιλάμε για μερακλίδικες δουλειές τώρα κι όχι τσπατσουλιές, μπουκάρει ένας τύπος, ένας μαύρος δίμετρος αγριεμένος, γεμάτος μούσκουλα, ένα θηρίο λέμε τώρα…, με το μάτι να γυαλίζει από την οργή και σε πιάνει και με τα δύο χέρια από τον λαιμό…
Τι θέλει ο περίεργος; Να σου βουτήξει τα κλειδιά από το αμάξι; Να σου πάρει τα λεφτά που έχεις στο πορτοφόλι; Τι ζητάει από εσένα βρε αδελφέ;… Να σου πηδήξει την γυναίκα και την κόρη μαζί; Να σε σκοτώσει επειδή είναι ένας ψυχάκιας που μόλις το’ σκασε από το ψυχιατρείο; Έμπλεξες στα καλά καθούμενα!
… «Ρε καριόλη λευκέ, ρε αλήτη, ρε πουλημένο τομάρι…», και σφίγγει όλο και πιο πολύ τον λαιμό σου, τόσο που αρχίζεις να πονάς όσο να΄ ναι. Άσε που έχεις κατουρηθεί πάνω σου από την ανησυχία βλέποντας ένα ντερέκι να έχει πάθει τέτοιο αμόκ.
-Τι σου έκανα, ρε φίλε; Τι θέλεις; Πες μου… Να σου δώσω λεφτά; Θα σου τα δώσω… Άσε με όμως, και μην μου κάνεις κακό. Έχω γυναίκα κι ένα παιδάκι…». Ψελλίζεις, τι να κάνεις… Προσπαθείς να καταλάβεις και να γλιτώσεις μαζί.
«Ρε κοπρόσκυλο, έχω χάσει έξι παιδιά στην χώρα μου στην ξεχασμένη από τον θεό Αφρική…».
-Και τι φταίω εγώ, ρε φίλε; Εγώ στα σκότωσα; Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω ταξιδέψει στην Αφρική. Ποτέ δεν έχω πειράξει ούτε κουνούπι…
Έξι παιδάκια ρε αλήτη, πριν καν χρονίσουν, έχασα… Μου πέθαναν στα χέρια… Ξέρεις από τι; Από μολυσμένο νερό. Ούτε ένα χάπι είχαμε για να το ρίξουμε μέσα και να ζήσει έστω και κάποιο από τα παιδάκια μου,,, από τα σπλάχνα μου,,, από το αίμα μου… Κι εσύ…, κι έρχομαι εδώ στη γειτονιά για ένα μεροκάματο να βάλω κάτι στο στομάχι μου και βλέπω εσένα…, εσένα ρε σκουλήκι να ποτίζεις το παλιάμαξό σου με τόσο κρυστάλλινο νερό; Και να το σπαταλάς έτσι όταν εμείς πεθαίνουμε; Και να ποτίζεις τις γλάστρες με τις γαρδένιες που έχεις για ντεκόρ;».
Τα’ χασε ο δικός σου. Που να περιμένει τέτοια εξέλιξη; Βάζει τα κλάματα ο μαυρούκος, αφήνει τον λαιμό του άλλου ήσυχο, και φεύγει από την αυλή σπαράζοντας… «Και τι φταίω εγώ, ρε φίλε;…» μονολογεί πια ο δικός μας. Εμείς έχουμε νερό κάτω από τα πόδια μας, εσείς δεν έχετε. Τι να φταίω και εγώ… Ωπ! Ξανακουνάει το κεφάλι ο τύπος, ο λευκός ο μάγκας, ο δυτικός. Εγώ έχω νερό κάτω από τα πόδια μου και δεν μου το πήρε κανείς για να πεθάνει και το δικό μου παιδάκι. Κι αυτός ο δύσμοιρος, μπορεί να μην έχει νεράκι του θεού, αλλά έχει πετρέλαιο να φαν και οι κότες. Έχει χρυσάφια να στολίζεις και να στολίζεις και να στολίζεις ό τι τραβάει η ψυχή σου. Έχει διαμάντια μέσα στην γη του, χοντρά και μεγάλα σαν πέτρες. Έχει…, και τι δεν έχει στα αγιασμένα χώματά της η Αφρική.
Της τα βουτήξαν όλα όμως. Της τα αρπάξανε της Αφρικής. Κάποια χώματα εκεί κάτω, ναι – ναι εκεί στην Αφρική που είναι δίπλα μας, δεν έχουν νερό, αλλά έχουν αίμα πολύ. Πηγάδια και ποτάμια από αίμα… Έχουν σκουριασμένες αλυσίδες από το πήγαινε – έλα σκλάβων. Έχουν απαξίωση, ταπείνωση και μιζέρια ακόμα και εκεί που τους μεταφέρανε. Έχουν διχόνοιες και εμφυλίους στα μέρη τους, όχι επειδή θέλανε να χωρίσουνε κάτι μεταξύ τους, αλλά επειδή τους έβαλε η προοδευτική, η πολιτισμένη η Δύση της τέχνης, του πλούτου, της επιστήμης, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης να τρώγονται, να αλληλοσκοτώνονται αιώνες τώρα.
Ποιοι έβαλαν το καλαμάκι να πιούνε ό, τι νέκταρ υπήρχε; Οι της Αγγλίας, της Αμερικής, της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας… Η δική σου καλοπέραση περνάει μέσα από την δυστυχία του άλλου, όπως και η καλοπέραση ενός λαμογιού επιχειρηματία ή ενός λαμογιού πολιτικού του τόπου σου περνάει μέσα από την δυστυχία την δικιάς σου. Αντιλαβού;
Ποια δικαιοσύνη; Η δικαιοσύνη τι είναι; Έννοια κρατική; Έννοια ατομική; Έννοια που εφαρμόζεται σε μία γειτονιά, σε μία παμπ, σε μία δουλειά; Και που να βρει το δίκιο του αυτός που του τα αρπάξανε όλα, δεκαετίες και δεκαετίες, αιώνες κι αιώνες, κι ακόμα τον έχουν από κάτω και του ρουφάνε το αίμα σταγόνα – σταγόνα μέχρι να στερέψει τελείως…
Τι να πει και το πεντάχρονο παιδάκι στην άλφα, ή την βήτα ασιατική χώρα που το χαπακώνουνε και το δέρνουνε για να φτιάχνει ωραία αθλητικά παπούτσια να φοράμε εμείς. Εμείς που ξεσηκωνόμαστε, διότι δεν αντέχουμε την αδικία, τις τοκογλυφικές τράπεζες, τους απατεώνες πολιτικούς, τα κράτη που μας βλέπουν σαν μυρμήγκια, σαν χρηματομηχανές που θα παράγουμε λεφτά για αυτούς… Έτσι δεν φωνάζει όλη η Ευρώπη;
Δικαιοσύνη… «Θα απονεμηθεί δικαιοσύνη», σου λέει ο πρωθυπουργός, ο υπουργός της κάθε προηγμένης χώρας, δικαιοσύνη ζητάει και ο κόσμος. Η δικαιοσύνη είναι παγκόσμια έννοια; Οι φυσικοί πόροι είναι για όλο τον κόσμο ή, για όποιον πρόλαβε, για όποιον έβαλε τα όπλα μπροστά και με νόμους ζούγκλας βούτηξε από τον άλλον ότι είχε και τον καταδίκασε στην δίψα, στην πείνα, στην βία, στην αμάθεια…
Τελικά πως πάει η ζωή στις ηπείρους, στις χώρες, στις γειτονιές, στις δουλειές, στο κάθε σπίτι χωριστά; Ο πιο δυνατός θα ζει και ο πιο αδύναμος ας πεθαίνει;… Κα γιατί δεν κοιτάς τι Δικαιοσύνη εφαρμόζεται απέναντι σε άλλους, για να καταλάβεις τι Δικαιοσύνη θα εφαρμοστεί και σε σένα όταν πας να σηκώσεις μπόι;… Γιατί να μην σου κάνουν ότι κάνανε και στους άλλους; Θα φοβηθούν κάτι, όταν αποφασίσεις να τραβήξεις το σκοινί;
Για να ξέρουμε τι λέμε, λοιπόν. Για να σταματήσει η κοροϊδία, ότι θέλουμε το καλό των άλλων, θέλουμε κοινωνίες ισονομίας, θέλουμε ίσες ευκαιρίες, ότι αγαπάμε την δικαιοσύνη και όλα αυτά τα λόγια του αέρα για να έχουμε να κοκορευόμαστε.
Το κείμενο το έγραψα με αφορμή την ανακοίνωση από τις ΗΠΑ ότι θα δώσουν ανθρωπιστική βοήθεια 17 εκατομμυρίων ευρώ για το κέρας της Αφρικής, που πλήττεται από λοιμό. Σωθήκανε οι Αφρικανοί μ’ αυτό το… εξωφρενικό ποσό, που ξοδεύονται οι Αμερικάνοι. Μήπως για αυτό παρ’ ολίγο να χρεωκοπήσουν;
Θα πρέπει να πούνε «Ευχαριστούμε Αμερική» κι αυτοί λοιπόν. Και να περιμένουν γονατιστοί τις γαλέτες και τις κονσέρβες και τα χάπια που λήγουνε σε έναν μήνα και σε λίγο θα είναι άχρηστα…
Όπως κι εσύ, μάγκα Δυτικέ, άρχισε να συνειδητοποιείς ότι η σκλαβιά δεν είναι τόσο μακρυά τελικά από όσο νόμιζες… έτσι σε βλέπουνε και εσένα πια, κι έτσι σου συμπεριφέρονται όλο και πιο πολύ…
Κι αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμα που πάει η δουλειά, τότε κακό του κεφαλιού σου.
Πηγή: Ο Φίλαθλος 13-8-11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου