Οι Έλληνες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ο Λόγος του Οδυσσέα Ελύτη κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας.


«Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας.

Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.
Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του.
Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.
Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία.
Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Οπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το «θείο».
Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση.
Όχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».
Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο.
Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός -η μόνη ίσως οδός- προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.
Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.
Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.
Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.
Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν» η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.
Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.
Πως να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit!
Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πως αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα εάν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο.
Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.
Τότε όμως η ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.
Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε -προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T.S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το έν ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Έλληνα». Δεν μιλώ για επιτυχίες μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.
Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πως να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30% που απομένει ύστερα από την μεταγλώτισση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.
Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.
Για τον ποιητή - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.
Ομως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Ολες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Όμηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ενα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.
Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκώσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.
Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.
Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».




ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ.


Πεθαίνετε, διότι εσκοτώσατε το Πνεύμα.
Ενόσω δεν αναστηθή και αναστηλωθή το Πνεύμα,
αδύνατον να αρχίση η υπάρχουσα Ζωντανή Ελλάς.
Περικλής Γιαννόπουλος
(1870-1910)

Διά να είναι η Φυλή εις το χάλι που είναι,
φανερόν οτι οι τωρινοί Έλληνες είσθε οι χειρότεροι που υπήρξαν ποτέ
Περικλής Γιαννόπουλος
1870-1910

Τό νά αυτοτιτλοφορείσαι "Ελλην" καί τό νά έχης συνείδηση τί αυτή η έννοια σημαίνει, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. "Ελλην" δέν είναι νά έχης ταυτότητα καί υπηκοότητα αυτού τού Κράτους πού θέλει, χωρίς νά τ' αξίζη, νά λέγεται "Ελλάς". "Ελλην" σημαίνει Φώς καί Πνεύμα. Σημαίνει Ανθρωπος καί Εξανθρωπιστής. Σημαίνει Αρετή καί Κάλος κι Ανδρεία. Σημαίνει Ελευθερία καί Δίκαιον καί σεβασμό Ετεροδόξων. "Ελλην" σημαίνει Αρμονία καί Ηθος καί Ερως γιά τήν Φύση καί τόν Κόσμο. Βαρύ τό φορτίο τής κληρονομιάς ενός τέτοιου ονόματος καί λίγοι έχουν τό δικαίωμα νά τό φέρουν.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξε Ελλην! Ελάτρευσε τήν έννοια "Ελλάς" σέ όλη τήν πληρότητά της, τραγούδησε σέ μιά κοινωνία Κουφών, αυτήν τήν Ελλάδα, έζησε μιά ζωή γεμάτη από Ελλάδα καί πέθανε μ' έναν Ελληνοπρεπή, θυσιαστικό θάνατο - σάν Ηθοποιός Αρχαίας Τραγωδίας - φωταυγάζοντας στούς τυφλούς καί κραυγάζοντας στούς κουφούς τήν έννοια "Ελλάς". Γι' αυτά του τά εγκλήματα, καταδικάστηκε απ' αυτή τή μικρόψυχη κοινωνία τών τυφλών καί κουφών καί τό Ανθελληνικό, Ρωμαίικο κράτος, στή μέγιστη ποινή τής Λήθης, τήν οποία εκτίει ακόμη.

Οι Ιδέες του όμως ενέπνευσαν καί επέζησαν μέσα από τά έργα τών φίλων του: τού Κωστή Παλαμά, τού Ανδρέα Λασκαράτου, τής Μυρτιώτισας, τού Αγγελου Σικελιανού, τού Γρηγόρη Ξενόπουλου, τού Ιωνος Δραγούμη, τού Βλάσση Γαβριηλίδη, τού Πικιώνη καί πολλών άλλων. Ιδέες πού σημειοθέτησαν, εχάραξαν καί ευχήθηκαν αυτό που ο ίδιος έλεγε "Ελληνική Αναγέννηση".

Ο Περικλής Γιαννόπουλος εγεννήθη στήν Πάτρα, τόν Φεβρουάριο τού 1870. Ο πατέρας του ήταν Γιατρός καί κατήγετο από τό Μεσολόγγι. Η Μητέρα του από τήν αρχοντική Βυζαντινή οικογένεια τών Χαιρέτηδων. Μέλη αυτής τής οικογενείας, όπως ο παπούς του Θεόφραστος, έδωσαν τό όνομά τους στήν Κρητική επανάσταση τού 1841 (επανάσταση Χαιρέτη). Τά παιδικά του χρόνια στήν Πάτρα, ήταν χρόνια ευτυχισμένα κι ανέμελα, ενός παιδιού γεμάτου κίνηση καί ζωή. Η αγάπη γιά τή ζωή καί η ορμητική, νεανική απόλαυσή της ήταν και πάλι τό κύριο χαρακτηριστικό τών δύο χρόνων που σάν φοιτητής Ιατρικής, έζησε στό πολύβουο, κοσμοπολίτικο Παρίσι. Η σωματική του διάπλαση καί τό όμορφο πρόσωπο μέ τά γαλανά μάτια καί τό αγέρωχο, ανδροπρεπές ύφος, έκαναν τόση εντύπωση, ώστε, παρομοιάζοντάς τον μέ άγαλμα τού Πραξιτέλους, τού κόλησαν τό παρατσούκλι: "le Dieu Apollon". Ο Αγγελος Σικελιανός έγραψε γι' αυτήν τήν περίοδο τής ζωής του: "η νιότη του έπαιξε παράφορα, τόν αυλό, γιά νά χορέψουν μύριοι Σάτυροι, που εξέβγαιναν μπροστά του, μεθυσμένοι από τή ζέστα τού ήλιου". Μετά τόν θάνατο του πατέρα του καί τά οικονομικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν, επιστρέφει στήν Αθήνα καί γράφεται στή Νομική Σχολή, όπου όμως δέν φοίτησε ποτέ. Αρχισε διψασμένα καί μανιωδώς νά διαβάζει - λές κι ήθελε νά αναπληρώση τά χαμένα χρόνια που επέρασαν κι αυτά που θά 'ρχονταν καί δέν θά ζούσε. Έκανε μεταφράσεις Ευρωπαίων Κλασσικών καί κυρίως μελετούσε Αρχαίους Συγγραφείς. Προσπάθησε νά βρή στ' Αρχαία κείμενα, αυτήν τήν Ελληνουσία που γεννά Πνεύμα, γεννά Πολιτισμούς, γεννά Ανθρωποποιές αξίες. Μάζευε υπομονετικά καί μεθοδικά όλα αυτά τά στοιχεία καί τά μετέπλαθε στίς γνωστές "Περικλογιαννοπούλειες Ιδέες", πού άλλοι ειρωνεύτηκαν καί άλλους - τούς Νοούντες - ενθουσίασαν.

Γιά τίς Ιδέες αυτές υπήρχαν πάντα πρόθυμες στήλες στίς εφημερίδες καί τά περιοδικά τής εποχής, νά τίς φιλοξενήσουν. Στόν Νουμά, τά Παναθήναια, τήν Ακρόπολη, τήν Εστία, τό Αστυ, κτλ. Πολλά άρθρα τά υπέγραφε μέ τ' όνομά του. Αλλα μέ πολλά ψευδώνυμα, οπως: Ονούφριος, Απολλώνιος, Λίνος, Μαίανδρος, κτλ. Τά τελευταία άρθρα του είχαν τήν υπογραφή "Θ. Θάνατος". Τά σημαντικότερα έργα του είναι: "Κριτική", "Ελληνική Γραμμή", "Ελληνικόν Χρώμα", "Σύγχρονος Ζωγραφική", "Πρός τούς Καλλιτέχνας μας" καί τά τελευταία του: "Νέον Πνεύμα" καί "Εκκλησις πρός τό Πανελλήνιον κοινόν".

Τό ύφος τών άρθρων του ήταν πάντα επιθετικό. Κεντούσε καί ξυπνούσε ναρκωμένες συνειδήσεις, αλλά κυρίως απέπνεε "Ελλάδα". Γιά τά έργα του έγραψε ο Παλαμάς: "Μιά πνοή πνέει μέσα τους πλατειά συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κηρύχνει αλήθειες, ξυπνάει τήν Ιστορία, γαργαλίζει τήν περιέργεια, τεντώνει τά μάτια τής Κριτικής. Η ρητορική του είναι καί η Αρετή του καί η Αμαρτία του".

Τά πρώτα του έργα, όπως "Ελληνική Γραμμή", "Ελληνικόν Χρώμα", κτλ., ήταν κυρίως αισθητικά. Ηταν μιά Ιδεαλιστική θεώρηση τών Αξιών καί τών Τεχνικών που θά έπρεπε νά διέπουν τήν Αρχιτεκτονική, τήν Ζωγραφική, τήν Γλυπτική. Μιά θεώρηση τής ιδιαιτερότητος, τής Αρμονίας καί τής Πνευματόχρωας αισθητικής που μοναδικά προβάλλει η Ελληνική Φύσις καί τό Ελληνικό Φώς.

Ο Γιαννόπουλος οραματίστηκε ένα σύστημα Ελληνικής Κοσμοθεωρήσεως καί Βιοθεωρήσεως τό οποίο αγκαλιάζει κι εξετάζει κάθε πτυχή τού Ελληνικού Βίου - Πνευματική, Ηθική, Αισθητική, Πολιτική, ακόμη καί Μεταφυσική - καί χαράζει κατευθύνσεις εξελίξεων στό Μέλλον. Ο Γρηγ. Ξενόπουλος γράφει σχετικά: "Καί ό,τι κάμνει διά τήν Ζωγραφικήν, τό αυτό καί μέ τήν Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν, ποίησιν, Διήγημα, Δράμα, Γλώσσαν, κτλ.. Εξετάζει πώς είναι έκαστον καί μάς διδάσκει πώς έπρεπε νά είναι. Καί ολίγον κατ' ολίγον, αρχίζων από τήν Τέχνην, περών εις τήν Γλώσσαν, προχωρών εις τήν Κοινωνίαν καί καταλήγων εις τήν Πολιτείαν συμπληρώνει εν σύστημα καθολικής Ελληνικής αναγεννήσεως, πάντοτε επί τη βασει τής ιδίας αρχής καί βάσεως, φύσει δέ Μεγαλοϊδεάτης μέ πίστιν ακλόνητον εις τήν αξίαν καί δύναμιν τής αθανάτου Φυλής, καταστρώνει τό μέγα σχέδιον καί ρίπτει τό στερεόν θεμέλιον τού ονειρευμένου του Νεοελληνικού Πολιτισμού, μεγάλου ως ο Αρχαίος, μεγαλυτέρου από κάθε άλλον σημερινόν". Περιφρονεί κάθε ξενόφερτο καί κάθε ξενομανές καί μόνο μίσος, συμφέροντα κι εχθρότητα, βλέπει στή συμπεριφορά τών ξένων (πόσο επίκαιρα καί σήμερα όλα αυτά, μετά από 80 χρόνια που τίποτε δέν άλλαξε!) απέναντι τής Ελλάδος, τούς οποίους γενικά καλεί Φράγκους. "Οταν δέν εκτελούμεν τόν εκπολιτιστικόν προορισμόν μας, μάς βρίζουν οι Φράγκοι. Οταν τόν εκτελούμεν, τόν αρνούνται καί πάλιν μάς βρίζουν". Καί αλλού: "Ο Ελληνισμός από καταβολής Κόσμου δέν είχε καμμίαν ημέραν ΣΚΟΤΕΙΝΗΝ καί ούτε ένα δευτερόλεπτον δυνάμενον νά παραβληθή πρός τά Φραγκικά Μεσαιωνικά Σκότη. Ητο, είναι καί θά είναι ολόκληρος πάντα καί εν αποσυνθέσει ακόμη, ΦΩΤΕΙΝΟΤΑΤΟΣ. Ο Φραγκόκοσμος ατίμως ηθέλησε νά εξαπλώση τό δικό του Σκοτάδι καί εφ' ημών". Πιστεύει ότι μόνη η Ελλάς μέ τίς αναλείωτες Αξίες τού Πολιτισμού της, είναι δυνατόν νά παράγη ανθρώπους καί ότι η σχέσις Ελληνικής Γής πρός τόν Έλληνα Ανθρωπο, δέν είναι σχέσις Φυσική, αλλά Μεταφυσική, Θεία, ανεξήγητη. Τό Μέγα Θαύμα καί τό Μέγα Μυστήριον! Κι ο Εξανθρωπισμός τής Οικουμένης είναι η αποστολή τής Ελληνικής Ψυχής. Τρείς είναι οι αναβαθμοί τών "Περικλογιαννοπούλειων" Ιδεών, κατά τόν Δημήτριο Βεζάνη: Ο πρώτος, η αφύπνιση τού Εθνους, η προσπάθεια δηλαδή ν' αποκτήση τό Έθνος συνείδηση εαυτού καί αποστολής του. Ο δεύτερος, η δημιουργεία ενός μεγάλου Κράτους, που νά περιλαμβάνη όλους τούς Ελληνες καί όλα τά Ελληνικά εδάφη. Κι ο τρίτος, η πρός τά έξω ακτινοβολία τού Ελληνισμού, που ονομάζει Εξανθρωπισμό κι Εξελληνισμό τής Οικουμένης. Φωναζει στούς πάντες: "Εχετε υπεράνθρωπα καθήκοντα νά εκτελέσητε. Χωρίς νά τά εκτελέσητε δέν έχετε κανέν δικαίωμα νά φέρετε τό όνομα ΕΛΛΗΝ".

Είχε βαθειά κι ακράδαντη πίστη ότι ο Ελληνικός Πυρήν παραμένει ακέραιος στό βάθος κάθε Ελληνος, ακόμη κι αυτού τού σημερινού τής καταπτώσεως. Έλεγε ότι καί μόνο η χρησιμοποίηση από τούς Ελληνες τού υβριστικού επιθέτου "Ρωμηός", αρκεί γιά νά δείξη τό μέγεθος αυτής τής καταπτώσεως. Επιτακτική ανάγκη λοιπόν γιά τό Έθνος, να ξαναγίνη ο "Ρωμηός", Ελλην!

Λίγο πρίν από τόν θάνατό του, τόν είχε κυριέυσει μιά μεγάλη απογοήτευση που δέν μπορούσε νά μεταδώση στούς άλλους, τούς πολλούς, όπως ήθελε, αυτόν τόν ασίγαστο καί ακράτητο Ελληνισμό, που έκαιγε μέσα του. Εκτός από λίγα φωτισμένα μυαλά, τό μεγάλο Κοινό αδιαφόρησε γιά τό κήρυγμα καί τίς ιδέες του. "Πρέπει νά γίνω Πρακτικός" έλεγε στούς φίλους του, "Πρέπει νά κάνω κάτι τό Πρακτικόν". Καί τό έκανε.

Τό πρωΐ τής 10ης Απριλίου τού 1910, έβρεχε πολύ. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, ντυμένος στά ολόλευκα, πήγε μέ αμάξι στό Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε σέ παρακείμενο Χάνι, εζήτησε από τόν αμαξά νά ξεζέψη ένα λευκό άλογο. Τό καβάλησε, χωρίς σέλα καί αναβατήρες, καί προχώρησε πρός τήν ακτή. Εκεί, αλείφτηκε αρώματα, στεφανώθηκε μέ αγριολούλουδα καί κάλπασε πρός τά κύματα, μέσα στήν ανοιξιάτικη βροχή. Σάν έφθασε έτσι καβάλα στά βαθειά, γύρισε τό άλογο πρός τήν ακτή καί κρατώντας μέ τό ένα χέρι τά χαλινάρια, πυροβόλησε μέ τ' άλλο στόν κρόταφο καί χάθηκε μέσα στούς αφρούς τών κυμάτων, ενώ τό άλογο ξαναγύριζε ρουθουνίζοντας στήν ακτή.

Μετά από δύο εβδομάδες, η θάλασσα έβγαλε τό πτώμα του στήν Ιερή γή τής Ελευσίνας. Εκεί καί ετάφη, μέ Πρωθυπουργική εντολή - όχι επειδή σκέφτηκαν ότι σ' αυτήν τήν ιερή γή, άρμοζε νά ταφή ένας τόσο άξιος Ελληνας, αλλά γιά τόν φόβο πιθανών επεισοδίων (!) στήν κηδεία του, στήν Αθήνα, από τούς φίλους του. Στό πορτοφόλι του βρέθηκε ένας οβολός, που σάν Ελληνας θά πλήρωνε στόν Χάρο γιά νά τόν περάση από τήν λίμνη Αχερουσία στά Ηλύσια πεδία!

Στόν χαμό του έκλαψαν οι Φίλοι του, μέ τήν σπαράσουσα μά καί μελωδική δύναμη τού ποιητικού τους λόγου:

Ο Κωστής Παλαμάς:
"Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιό λαμπρός που ζούσε
μέ τό όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιάς ομορφιάς Ελλήνισσας, απάνου από τά λόγια,
καί που γοργά τή ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας,
καί ξαφνικά, τήν τράβηξε μέσ' από μάς καί φεύγει,
καθώς τραβάς τό χέρι σου νά μή σού τό μολέψη
τό χέρι κάποιου ανάξιου μέ τό χαιρετισμό του."

Ο Μ. Μαλακάσης:
"Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τό Λα-Γκανταρά."

Η Μυρτιώτισσα:
"...Ευγενικέ μας φίλε, η ωραία μορφή σου
ήταν γιά μάς γλυκειά παρηγοριά,
κι ήξερε ν' ανασταίν' η δυνατή ψυχή σου
όλα τά νεκρωμένα μας ιδανικά.
...Ηρθα νά ιδώ τήν άνοιξη - μάς έλεγες στερνά -
γι' αυτήν μονάχα ήρθα στήν ζωή.
Τήν είδα, τήν κατάλαβα, τής ρούφηξα τά μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στή σιγή."

Ο Αγγελος Σικελιανός:
"...Κι έφερε η φήμη (ας ήταν μέ τού στίχου
μονάχα τήν ευγένεια νά σηκώση
τού θανάτου τόν πέπλο) πώς καταίβη
σέ άλογο απάνω, στό καθάριο κύμα
καί πώς τό στόλισε μ' ανθούς, κι εκείνος
πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καί μπροστά στού πελάγου τά ζαφείρια
καί μπροστά στήν αρίθμητην ανάσα,
τού αρμυρού καί ηλιόλουστου αγέρα,
τό άλογο εκέντησε μπροστά στό κύμα,
σά μπρός σ' εμπόδιο, π' άλλαζε τού ανέμου
η πλήθια πνοή καί που όσο άν απλωνόταν
συντριμμένο στόν άμμο, ολόρτο πάλι,
φουσκωμένον ανέβαινεν ορμώντας.
Φωτιά δέ θά ν' ανάψωμε, στόν όχτο
τόν έρμο τούτο, τού κορμιού τού ωραίου
τή στάχτη γιά νά πάρωμε. Τό κύμα
δέν τόν εξέβρασε, ως τόν αδελφό του
τόν Σέλεϋ, μές στών φίλων του τά χέρια.
Καί κανείς στή φωτιά δέ θά νά σκύψη,
μέ τολμηρό τό χέρι, τήν καρδιά του
νά ξεσηκώση μέσα από τή στάχτη
καί μέ σέβας Ιερό, νά τηνε δείξη
στό μοναχό της τόν κριτή, τόν Ηλιο!".

"Τίς ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας; Τίς δύναται νά τό ειπή; Ο γράφων, όστις τόν εγνώρισε από εικσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν νά τόν καταλάβη, όσον ένας γάϊδαρος γκαρίζων δύναται νά αντιληφθή Μπετόβεν. Δι' εμέ ήτο ο εξοχώτερος τών νέων Ελλήνων".

Μέ αυτήν, τήν τελευταία, επιγραμματική φράση τού Βλάσση Γαβριηλίδη, θέλω νά τελειώσω κι εγώ τήν δική μου, σύντομη - καί σίγουρα ελλειπή - αναφορά μνήμης σ' αυτόν τόν σκόπιμα καί υποβολιμαία άγνωστο γιά τούς πολλούς, "εξoχώτερο τών νέων Ελλήνων".
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΠΑΝΤΕΛΕΜΙΔΗΣ

Εδώ ένας πλήρης δικτυακό τόπος αφιερωμένος στον Περικλή Γιαννόπουλο.
Φιλοξενείται στο Αντίβαρο του Ανδρέα Σταλίδη.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ.


Νίκος Καββαδίας, ποιητής και ναυτικός. («Μαραμπού», «Πούσι», «Τραβέρσο» και το πεζό «Βάρδια») [γεν. 11/1/1910]
Ο λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ' όλο τον κόσμο.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού» από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που δεν έγινε...
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο «Σταυρός του Νότου». Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.



Δεν υπάρχουν σχόλια: