Γλώσσα Ελληνική




Η Θρακική Εταιρεία, ζώντας τη σημερινή αφασία ως μείζον πρόβλημα της εποχής, επιχειρεί στο παρακάτω κείμενο μια συνοπτική παρουσίαση του θέματος, ελπίζοντας σε έναν γόνιμο διάλογο. Το κείμενο είναι καρπός συλλογικής προσπάθειας και γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1994 από τον Κώστα Καραΐσκο.

«Η γλώσσα είναι πατρίδα»
(Ν. Καζαντζάκης)

Η εργαλειακή αντίληψη της γλώσσας, που την ήθελε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας και περιγραφής σκέψεων, ανήκει στον θετικισμό του 19ου αιώνα. Σήμερα στη γλωσσολογία είναι γενικά αποδεκτή η απόλυτη εξάρτηση και διαμόρφωση της νοήσεως από τη γλώσσα, ώστε κάθε ανθρώπινη κοινότητα με διαφορετικό γλωσσικό σύστημα να θεωρείται πως έχει διαφορετική κοσμοαντίληψη. Αλλά και στην επικοινωνία των ανθρώπων επιβάλλει συγκεκριμένες μορφές, αποτελεί δηλαδή τρόπο κοινωνικής ζωής. Η εμμονή στην δηλωτική και πληροφοριακή λειτουργία της παραμερίζει το γεγονός ότι αποτελεί πράξη εκφράσεως και δημιουργίας, εγχείρημα ταξινομίας, οικοδόμηση σημασιών, λογική συνοχή. Ότι έχει λειτουργία υπαρξιακή και αισθητική αλλά και ποιητική που την υπερβαίνει. Συμπυκνώνοντας την ιστορία, την σκέψη, την καλλιέργεια, την νοοτροπία, τον πολιτισμό ενός λαού, κάθε γλώσσα έχει νόημα ιδιαίτερο.


«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου»
(Οδ. Ελύτης)


Το γεγονός ότι η γενική γλωσσολογία – όχι στο σύνολό της – αρκείται στην περιγραφή και ερμηνεία των γλωσσικών φαινομένων και δεν τα αξιολογεί, όπως και το ότι χαρακτηρίζει κάθε γλώσσα αυτάρκη και ικανή να εξυπηρετήσει τις εκφραστικές ανάγκες μιας κοινότητας, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η αξία όλων των γλωσσών είναι η ίδια. Η τελευταία προφανέστατα συνδέεται με τον πολιτισμό της εκάστοτε κοινότητας. Μόνον ένας επαγγελματίας ραγιάς – μιλώντας για Έλληνα – μπορεί να αγνοεί τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα της γλώσσας μας και να χαρακτηρίζει «ιδεοληπτικούς» ή και «ρατσιστές» όσους διαπιστώνουν:

- την αδιάκοπη παράδοση 4.000 ετών τουλάχιστον με τη στενή σχέση των διαδοχικών φάσεων μεταξύ τους, φαινόμενο μοναδικό παγκοσμίως

- την πρώιμη έκφραση προηγμένων μορφών σκέψεως, με την συνακόλουθη βαθιά καλλιέργεια

- το γεγονός ότι αποτελεί τη βάση του «καλλιεργημένου κώδικα» (1) σε όλες τις γλώσσες και εργαλείο αναντικατάστατο του σύγχρονου πολιτικού και επιστημονικού λόγου διεθνώς

- την επεξεργασία της οργανώσεως και εκφράσεώς της από τους κορυφαίους διανοητές που την χρησιμοποίησαν

- το γεγονός ότι υπήρξε ιστορικά και επανειλημμένως διεθνής γλώσσα του κόσμου

- τον ρόλο της (που εσχάτως και πάλι αναβαθμίζεται) στην εκπαίδευση του πολιτισμένου κόσμου

Τέλος, την ετυμολογική της διαφάνεια και την πλήρη αντιστοιχία γλωσσικού συμβόλου και εννοιολογικού περιεχομένου. Έτσι, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ ζητά «ν’ ανέβει μέχρι το μυστικό της ελληνικής γλώσσας» και «βλέπει» το αντικείμενο, όταν το ονομάζει στα ελληνικά. Ο Γίββων μίλησε για τη «μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων». Ο ακαδημαϊκός Κλώντ Φωριέλ («Τα δημοτικά τραγούδια της νέας Ελλάδας», 1824) γράφει για την ελληνική ότι «συγκεντρώνει τον πλούτο και την ομοιογένεια της γερμανικής, την σαφήνεια της γαλλικής, την μουσικότητα της ιταλικής και την λυγεράδα της ισπανικής». Ο γλωσσολόγος Αντουάν Μεγιέ υποστήριξε την ανωτερότητά της έναντι των άλλων γλωσσών («Αpencu d’ une histoire de la langue grecque»). Η πληρότητα της δομής, ο πλούτος του λεξιλογίου, οι εννοιολογικές δυνατότητες και οι σημασιολογικές αποχρώσεις αναγνωρίζονται από τους Αγγλοαμερικανούς με τη φράση «οι Έλληνες έχουν μία λέξη γι’ αυτό», σε προβλήματα κυριολεξίας. Συν τοις άλλοις, όντας βάση του πνευματικού πολιτισμού της Ευρώπης, η ελληνική μπορεί να αξιοποιηθεί ως δεσμός μεταξύ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, Ισπανοί ευρωβουλευτές πρότειναν στο Ευρωκοινοβούλιο την καθιέρωσή της ως επίσημης γλώσσας της Ενώσεως, απαριθμώντας τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας επιλογής και επιμένοντας στις «εξαιρετικές ικανότητες οργανώσεως της σκέψης που προσφέρει».

Όλα αυτά, βεβαίως, «έξω». Γιατί στην πατρίδα μας πλειάδα «επιστημόνων» αμφισβητεί την μοναδικότητα και διαχρονικότητα της γλώσσας μας, απαξιώνει τις ετυμολογικές της δυνατότητες, επικροτεί τη ρύπανση από τους ξενισμούς. Η άγνοια λογίων λέξεων συγκρίνεται με την άγνοια των αντίστοιχων αγγλικών ή γαλλικών και μάλιστα σε σχολικό εγχειρίδιο οι λέξεις αυτές χαρακτηρίζονται ως «σαβούρα» (!!!), όταν υπάρχουν οι αντίστοιχες της δημώδους. Τέλος, η βαρβαρόηχη αργκώ της αμερικάνικης υποκουλτούρας εκθειάζεται ως γονιμοποίηση και πλουτισμός της γλώσσας μας.


«Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι ελληνικά. Αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς, όλα γίνονται σα να προτιμούμε το εσπεράντο. Σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας»
(Γ. Σεφέρης)


Σήμερα το δίλημμα καθαρεύουσας ή δημοτικής δεν υπάρχει. Εξακολουθεί να υφίσταται μόνο στο μυαλό όσων ζουν ακόμη με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μια ευρύχωρη νεοελληνική αποδεικνύεται η ιδανική λύση για να καρπωθούμε τα θετικά αποτελέσματα του πολύχρονου διχασμού, αξιοποιώντας κάθε τύπο ελληνικό από τη διαχρονία της γλώσσας μας (πράγμα που άλλωστε συνέβαινε και στο Βυζάντιο – π.χ. Μιχαήλ Ψελλός – και στην Αρχαιότητα – π.χ. Αισχύλος). Η παρασύνδεση με το κοινωνικό πρόβλημα και οι αυτονόητες άλλοτε πολιτικοϊδεολογικές συνάφειες χάνουν πια την καθολική ισχύ τους και η αδιαφορία των «καθαρών» δημοτικιστών για την ευφωνία, την μουσικότητα και την αισθητική μειώνεται συν τω χρόνω, μαζί με το αρχικό ισοπεδωτικό τους μένος κατά των «ύποπτων απόψεων» των εναντιοφρόνων. Συχνά πάντως το πρόβλημα συντηρείται από τη σύγχυση μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου που σαφώς διαφέρουν («ο προφορικός λόγος εμψυχώνει τον γραπτό, ο γραπτός εξυψώνει τον προφορικό» - Στ. Ράμφος). Η υποβάθμιση του γραπτού λόγου έναντι του προφορικού, ουσιαστικά προπαγανδίζει την αγραμματοσύνη και παράλληλα με την «φωτογραφική αντίληψη για την ανάγνωση της λέξεως – σήματος υποβαθμίζεται η ορθογραφία, μηδενίζεται η ετυμολογία, το νόημα και η κατανόηση των πραγμάτων μέσα από την ιστορία τους (μένει κανείς άναυδος μπρος στα απίστευτα ιδεολογήματα των «ειδικών». Σωσσύρ: αυθαίρετο της λέξεως, συγχρονική θεώρηση της γλώσσας, Μ. Κοέν: η ορθογραφία προπύργιο του κοινωνικού συντηρητισμού, Μπενβενίστε – Μπλούμφιλντ – Σαπίρ: η απλούστευση του γραπτού λόγου θα φέρει την παιδεία στον λαό, κτλ).

Χωρίς ιδιαίτερο κόπο εντοπίζει κανείς στον προφορικό και γραπτό λόγο της καθημερινότητάς μας λεξιπενία, ακαλαισθησία, συντακτική ακαμψία, άλωση από ξενισμούς, ισοπέδωση των επιπέδων του λόγου.

Ο γλωσσοπολιτικός φανατισμός συγκεκριμένων προσώπων και η βίαιη χειραγώγηση μέσω των ΜΜΕ, των σχολικών βιβλίων και των «ειδικών» της εξουσίας, οδηγούν τη γλώσσα μας στην καταστροφή κι όποιος διαμαρτυρηθεί κατηγορείται για «επέμβαση σ’ έναν ζωντανό οργανισμό που δεν χρειάζεται προστάτες». Όμως ούτε κάθε εξέλιξη συνιστά πρόοδο ούτε, βέβαια, είναι το ίδιο η βίαιη κατάργηση μιας λέξεως με την εξαφάνιση ή την αντικατάστασή της από άλλη με την πάροδο του χρόνου. Κι αν δεν είχε μεσολαβήσει ο αξιοθαύμαστος καθαρισμός της ελληνικής από την τουρκική κατά τον 19ο αιώνα και η ελληνοποίηση των εισαγόμενων όρων κατά τον 20ο, σήμερα το 75% του αστικού μας λεξιλογίου θα ήταν ξένο και αντί για κυβέρνηση, υπουργό, νοσοκομείο, οικογένεια κι εφημερίδα θα είχαμε γκουβέρνο, μινίστρο, σπιτάλι, φαμίλια, γαζέτα.

Συστηματικό καθαρισμό έκαναν κι οι Γερμανοί τον προηγούμενο αιώνα στη γλώσσα τους από τους γαλλισμούς και σήμερα η Γαλλία (από το 1982) προσπαθεί να αντιμετωπίσει την εισβολή της Αγγλικής, το Franglais.

Τα σημερινά προβλήματα της νεοελληνικής επιδεινώνονται από τα απαράδεκτα βιβλία, την απουσία της Γραμματικής, τον εξοβελισμό των αρχαίων ελληνικών από το Γυμνάσιο, την αδράνεια και τον λαϊκισμό των ιθυνόντων. Πάντως το πρόβλημα είναι διεθνές και έχει να κάνει με την παγκοσμιότητα του (αμερικανικού) πολιτισμού, τον πρακτικισμό της εποχής, την κατάργηση κάθε νοήματος, την παθητική και μνημονική προσέγγιση της γλώσσας (φωτογραφική αντίληψη της λέξεως). Και είναι κυρίως η επικράτηση της «επικοινωνίας της εικόνας» (τηλεόραση, κινηματογράφος, φωτογραφία, κτλ) που καταργεί τον λόγο και οδηγεί την ανθρωπότητα σε τοπία οργουελικά.


«Η μεγαλύτερη πνευματική μου άσκηση ήταν η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική»
(Β. Χάιζενμπεργκ, νόμπελ Φυσικής)


Η αρχαία, τροφός και θεμέλιο της νέα Ελληνικής, είναι κλειδί για την κατανόηση και οικείωσή της. Η καθιέρωση της δημοτικής έπρεπε να συνδυαστεί με μια πιο ολοκληρωμένη διδασκαλία της αρχαίας στα σχολεία, που θα αποσκοπούσε όχι τόσο στην μετάδοση νοημάτων και την προσέγγιση του περιεχομένου της αρχαιοελληνικής γραμματείας, πράγμα που γίνεται και με μεταφράσεις. Οι σκοποί θα έπρεπε να είναι κυρίως γλωσσικοί και θα βοηθούσε εδώ η διδασκαλία της αττικής διαλέκτου του 4ου αιώνα και μόνον. Ωστόσο με την καθιέρωση του πολυκλαδικού λυκείου, το 85% των μαθητών θα μείνουν οριστικά εκτός της κλασικής παιδείας. Και είναι «λογικό», τη στιγμή που εκπαιδευτικοί του Υπουργείου Παιδείας απαξιώνουν δημοσίως το μάθημα και «ειδικοί» διερωτώνται για την χρησιμότητά του. Με επιχείρημα την δυσκολία ή την άγνοια της αρχαίας από γενιές πού τη διδάχτηκαν (ποιοι άραγε θυμούνται τα Μαθηματικά του Λυκείου;), αδιαφορούν για τα οφέλη της αρχαιομάθειας που είναι αδιαμφισβήτητα: εθνική υπερηφάνεια, πλουτισμός λεξιλογίου, ανάπτυξη της γλωσσοαντιληπτικής και λεξιπλαστικής ικανότητας, μύηση στους μηχανισμούς του αρχαίου λόγου, όξυνση της κρίσεως με εφαρμογή του Συντακτικού, διαχρονική θεώρηση της γλώσσας μας, αισθητική απόλαυση, αντίσταση στον εξαμερικανισμό της γλώσσας.

Επαναφέροντας τη διδασκαλίας των αρχαίων στο Γυμνάσιο μεταφέρεται η εκμάθησή τους σε καταλληλότερη ηλικία και παράλληλα αποσυμφορείται η διδασκαλία τους στο Λύκειο. Και φυσικά το μάθημα θα το διδάξουν όποιοι το δίδασκαν ανέκαθεν. Αν δε λείπουν οι κατάλληλοι, να δημιουργηθούν.


«…μιάν ορθογραφία όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου…»
(Οδ. Ελύτης)


Η λογική της ήσσονος προσπάθειας, η άκρατη χρησιμοθηρία και η απλοποίηση όλων των εκφράσεων της ζωής χωρίς καμία ιεράρχηση αναγκών, κατήργησαν το 1982 επισήμως την περισπωμένη και τα πνεύματα στη γραφή μας. Η Βουλή σε μια μεταμεσονύκτια συνεδρία 20 βουλευτών ψήφισε ως τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο, την παραπάνω κατάργηση, χωρίς τον παραμικρό διάλογο, χωρίς ένα σοβαρό επιχείρημα. Ο εισηγητής επικαλέστηκε λόγους α) ιστορικούς β) παιδαγωγικούς και γ) οικονομικούς.

Οι τελευταίοι, εκτός του ότι αφορούν μόνο τα συγκροτήματα Τύπου κι όχι τον σύνολο λαό, είναι ντροπή και να αναφέρονται σε τέτοιο ζήτημα. Το επιχείρημα του άσκοπου κόπου πρώτον ωθεί τα παιδιά στην απροσπάθεια, δεύτερον ψεύδεται για …χιλιάδες ώρες (!) εκμαθήσεως των ελαχίστων κανόνων τονισμού, τρίτον αποκρύπτει το ότι στο Λύκειο για τα Αρχαία Ελληνικά ο ίδιος κόπος θα καταβληθεί και τέταρτον αγνοεί ότι σε γλώσσες χωρίς τόνους τα περί την Παιδείαν πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Το ιστορικό επιχείρημα για την εφεύρεση των τόνων από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους αγνοεί ότι έτσι διασώθηκε η ορθή απαγγελία – ανάγνωση της Ελληνικής μέσα στον κυκεώνα της εποχής. Άλλωστε το ότι δεν υπήρχαν τόνοι στην κλασική αρχαιότητα τι σημαίνει; Ούτε μικρά γράμματα υπήρχαν ούτε χωριστές λέξεις.

Μήπως είναι οπισθοδρομικοί οι λαοί που διατηρούν πολύ δυσκολότερες γραφές (Κινέζοι, Άραβες, Κορεάτες) ή επαναφέρουν την παραδοσιακή μορφή τους (Ιάπωνες), σε αντίθεση με την Τουρκία του Κεμάλ; Όμως και η «ευκολία» του μονοτονικού είναι συζητήσιμη κι ενδεικτικά αναφέρουμε την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας για την εφαρμογή του (8-5-82/Αρ.Πρ. Γ2/598), που ήταν 11 σελίδες, σε σύγκριση με τις 7,5 των σχολικών βιβλίων για τόνους και πνεύματα σε Δημοτικό και Γυμνάσιο.

Όσον δε αφορά τα αποτελέσματα της εφαρμογής του, είναι πλέον κοινός τόπος. Πέραν της ιδίας αντιλήψεως που μπορεί να έχει ο καθένας μας, σημειώνουμε τα συμπεράσματα των ερευνών της ψυχιάτρου Μ. Σαββάκη του Πανεπιστημίου Κρήτης (για πρόκληση αυξανόμενων αφασικών προβλημάτων δυσλεξίας, δυσγλωσσίας, δυσορθογραφίας και αλαλίας) και των ψυχολόγων Α. Παπαζήση – Μ. Μάνιου – Βακάλη (για λάθη τονισμού οφειλόμενα στον μηχανικό του χαρακτήρα και τις εξαιρέσεις που είναι πολλαπλάσιες των βασικών του κανόνων).

Παρ’ όλα αυτά έγιναν – και γίνονται – συζητήσεις και για περαιτέρω «απλουστεύσεις». Οι επίγονοι του Ι. Βηλαρά, του Δ. Γληνού, του Ε. Γιαννίδη, του Φ. Γιοφύλλη, του Λ. Ρουσσέλ προτείνουν φωνητική γραφή – ένα ι, ένα ο, ένα ε – για κατάργηση κάθε νοήματος (και ευτράπελα του είδους: το μπατέρα, το γκζάδερφο κ.α.) ή και την εισαγωγή του λατινικού – ελληνικής άλλωστε προελεύσεως – αλφαβήτου, που θα καταργήσει επιπλέον και κάποιους φθόγγους και θα αφελληνίσει και την τελευταία γωνιά της ψυχής μας. Ήδη η εκτεταμένη εξοικείωσή μας με την Αγγλική προλειαίνει το έδαφος…

Συνοψίζουμε τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την επαναφορά του πολυτονικού συστήματος:

1. Η ελληνική, ως ιστορική γλώσσα, δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε χρησιμοθηρικές επεμβάσεις. Το δισχιλιετές παραδοσιακό στοιχείο της γραφής μας έχει μικρότερη αξία από ένα νεοκλασικό σπίτι 150 ετών;

2. Οι τόνοι είναι η αυτοσυνείδηση της μουσικότητας της γλώσσας μας: ένα πολυτονικό κείμενο είναι ουσιαστικά μία παρτιτούρα.

3. Οι αισθητικοί λόγοι, ως προφανείς, δεν χρειάζονται επεξηγήσεις.

4. Η αρνητική θέση του συνόλου των σημαντικών πνευματικών ανθρώπων του τόπου έναντι του μονοτονικού. Σήμερα κυκλοφορούν εκατοντάδες ποιητικές συλλογές όλες σχεδόν στο πολυτονικό.

5. Η ασάφεια και η δυσαναγνωσία που επήλθε. Δεν μπορεί να διακόπτεται συνεχώς η ροή της ανάγνωσης για αναζήτηση του νοήματος στα συμφραζόμενα.

6. Τα καινοφανή προβλήματα: ακατανοησία δασύνσεως (αφ-αίμαξη, ανθ-υπολοχαγός), κατάργηση ερωτηματικών τόνων ή άλλων που όντως προφέρονται, απαξίωση γενικά του τονισμού στη συνείδηση του μαθητή και εύλογη κατόπιν αδιαφορία.

7. Ο ελάχιστος κόπος εκμαθήσεως των κανόνων τονισμού και δασύνσεως – απόδειξη και ο χώρος που αφιερώνουν τα σχολικά βιβλία

8. Το πολυτονικό συνδέει αμεσότερα την νεοελληνική με την αρχαία και διευκολύνει την πρόσβασή μας σ’ αυτήν ή σε κείμενα μεσαιωνικά και νεότερα λόγια.

9. Η επιστροφή του πολυτονικού επιβραδύνει τον κατήφορο των «μεταρρυθμίσεων» που περιμένουν τη σειρά τους – πρόκειται για την πρώτη γραμμή άμυνας.

10. Η ιστορική στιγμή σήμερα είναι απολύτως κατάλληλη για μια διόρθωση πορείας και μάλιστα πριν η ζημιά γίνει ανεπανόρθωτη. Το ιστορικό προηγούμενο υπάρχει: Η Γαλλική Ακαδημία το 1987 κατήργησε τις τονικές μεταβολές που η ίδια είχε εισηγηθεί 12 χρόνια πριν.

Ζητούμε – προτείνουμε:

Α) Άμεση επαναφορά του παραδοσιακού τονικού συστήματος

Β) Τερματισμό των πολιτικών παρεμβάσεων στη γλώσσα μας

Γ) Κατοχύρωση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο

Δ) Λειτουργία του – εξαγγελθέντος και στο παρελθόν – γλωσσικού τελωνείου για τους ξενόφερτους όρους

Ε) Προώθηση της εκμάθησης ελληνικών εκτός Ελλάδος, με τα σχετικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

ΣΤ) Μελέτη ουσιαστική της γλώσσας μας (παρελθόν – παρόν – μέλλον) από ανθρώπους με γνώση και μεράκι, μακριά από δογματισμούς και κάθε είδους παρωπίδες.


(Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε δημοσίως, για όση βοήθεια μας προσέφεραν με τα γραπτά τους, τους Γ. Μπαμπινιώτη, Σ. Καργάκο, Α. Νικολαϊδη, Χ. Δάλκο, Χ. Λαμπίδη, Φ. Αργυριάδη και πρρωτίστως τον Γιάννη Καλιόρη και τον Στέλιο Ράμφο).


Πρωτότυπο: Αντιφωνητής

Πηγή: omilias.blogspot

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Kαλησπέρα, καλή εβδομάδα νοών...νοείτω.
Πολύ καλά κάνεις και προβάλλεις αυτά τα γλωσσικά θέματα.

Η ελληνική γλώσσα είναι εργαλείο, είναι μορφή, είναι υφή, είναι δομή, είναι περιεχόμενο, είναι σύνθεση, είναι ανάλυση, είναι ψηφίο και ψηφίδα, είναι υπολογισμός, είναι ποίηση, είναι ακρίβεια, είναι αφαίρεση, είναι γονιός και παιδί.

Έπρεπε να έχουμε υπουργείο Ελληνικής Γλώσσας αφιερωμένο στην μελέτη, στην εμβάθυνση και στην διεύρυνσή της, στην ανακάλυψή της, στην επέκταση και στην εξάπλωσή της, στην διασφάλισή της.

Στην ανώτατη στρατιωτική σχολή της Ουγγαρίας διδάσκονται τα ελληνικά και εδώ αν γινόταν θα τα καταβαραθρώναμε, θα τα πετάγαμε στα Τάρταρα και στον πολιτιστικό Καιάδα.

@αλλενάκι