Είναι δυνατή και θεμιτή η μονομερής ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία;

Θέματα Σύγχρονου Προβληματισμού

Είναι δυνατή και θεμιτή η μονομερής ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία —έστω και με την πιο άρτια έννοια του όρου—, μακριά από τα γενικά προβλήματα, που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο;

Οι άνθρωποι σε παλαιότερες εποχές μπορεί να έζησαν ως νομάδες αλλά ποτέ ως μονάδες. Για να επιβιώσουν υποχρεώθηκαν να συμβιώσουν. Αλλά για να μην ξεπέσει η κοινωνική συμβίωση σε μια αγελαία συνάθροιση, είναι απαραίτητο κάθε κοινωνικό μέλος να θεωρεί ως υποθέσεις ατομικές τις υποθέσεις του συνόλου.

Το στοιχείο της κοινωνικότητας αποκλείει τη μονομερή ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία και την αδιαφορία του για τα κοινά. Ο άνθρωπος γεννιέται μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και ανήκει λειτουργικά σ' αυτή σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Αριστοτέλης, θέλοντας να καταδείξει την κοινωνικότητα του ανθρώπου, τον ονόμασε «ζώον κοινωνικόν». Αν σήμερα θελήσει ο άνθρωπος ν' απαλλοτριώσει μόνος την ιδιότητα του κοινωνικού, θα του απομείνει μόνο η ιδιότητα του ζώου. Ο άνθρωπος δε διαφέρει «φύσει» αλλά «δυνάμει» από τα ζώα. Την υπεροχή έναντι αυτών την προσφέρει η ικανότητα να μιλάει και να σκέπτεται. Αλλ' αυτή η ικανότητα μόνο στο πλαίσιο της ανθρώπινης ομάδας μπορεί να διαπλαστεί και ν' αναπτυχθεί. Ο άνθρωπος χωρίς κοινωνία θα ήταν χωρίς λόγο και χωρίς νου.[1] Η γλώσσα, που μιλάει, δεν είναι ατομική κατάκτηση αλλά κοινωνική κληρονομιά.

Όσο κι αν διαφέρουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, όσο κι αν εμφανίζονται ξεχωριστές προσωπικότητες, προικισμένες μ' έξοχα χαρίσματα, αυτό δε σημαίνει πως μπορούν να ζήσουν, να διακριθούν και να ευτυχήσουν ξέχωρα από την κοινωνία τους. Ακόμη κι αυτά που ονομάζουμε «έξοχα χαρίσματα», δεν είναι τίποτε άλλο παρά δώρα της κοινωνίας τους, ένα είδος κοινωνικής προίκας. Η κοινωνία δίνει τα πάντα στο άτομο, άρα και το άτομο οφείλει να δίνει τα πάντα στην κοινωνία. Χωρίς τη σύνδεση με τ' άλλα κοινωνικά μέλη, ακόμη και τα πιο έξοχα πνεύματα θα έμεναν διανοητικώς ανανάπτυκτα. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν και συνεπώς η δράση του μόνο ως συμβολή στην κοινωνική δράση μπορεί να καρποφορήσει.

Εξάλλου, είναι αφελές ν' αντιδιαστέλλεται το άτομο προς την κοινωνία, μια και υπάρχει αλληλεξάρτηση ανάμεσά τους. Το ένα οφείλει την ύπαρξη του στο άλλο., Η κοινωνία οφείλει την ύπαρξή της στην ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα στην έλλειψη αυτάρκειάς της• και τ' άτομο οφείλει την ύπαρξή του στην κοινωνία, εφόσον δε διαθέτει αυτάρκεια[2].Επιγραμματικά ο Κάρολος Μαρξ λέει: «Ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». Ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία υπάρχει μια διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας αντίδοσης. Το άτομο, εφόσον δέχεται την ανθρωπιά του από την κοινωνία, οφείλει να συνεισφέ¬ρει σ' αυτή ένα μέρος της δράσης του.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα στην κοινωνία Ροβινσόνες, άτομα απομονωμένα, ξεκομμένα από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ακόμη και το μεμονωμένο άτομο είναι πάντα κοινωνικό. Επομένως δεν είναι δυνατή αλλ' ούτε και θεμιτή η μονομερής ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία και η αποχή από τα κοινά. Ένας νόμος της λογικής, ο νόμος της ταυτότητας, προβάλλει το αξίωμα: «Ό,τι ισχύει για το όλο, ισχύει και για το μέρος». Η πρόταση εύκολα περνά και στο εξεταζόμενο θέμα σαν σχέση κοινωνίας - ατόμου. Κάθε άνθρωπος μπορεί, αλλά και πρέπει ν' ασχολείται με την ατομική του ευζωία, είτε με τη μορφή του υλικού, είτε με τη μορφή του πνευματικού ευδαιμονισμού, που εκφράζει την πιο άρτια έννοια του όρου. Δεν μπορεί όμως στις επιδιώξεις του αυτές να είναι μονομερής, απόλυτος.

Είπαμε παραπάνω ότι είναι ενταγμένος οριστικά κι αμετάκλητα σ' ένα ευρύτερο σύνολο. Η κατάσταση που επικρατεί γενικά σ' αυτό έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις και στην προσωπική του ζωή. Αν το σύνολο ευημερεί, ευημερούν και τα μέλη του- αν το σύνολο δυστυχεί, η δυστυχία ανακλά και στα μέλη του. Η σχέση ατόμου-συνόλου είναι αμφιμονοσήμαντη με υπαρκτούς διαύλους επικοινωνίας.

Βέβαια δε λείπουν οι ατομικές προσπάθειες απομόνωσης. Τις περισσότερες φορές όμως αναλώνονται σε μια απλή εσωστρέφεια. Αλλά στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ευζωία, έστω και με την πιο χυδαία έννοια του όρου, δηλαδή της απλής καλοζωίας, της υλικής καλοπέρασης, που αποκλείει κάθε στοιχείο πνευματικού ευδαιμονισμού.

Ίσως μπορούσε να προβληθεί σαν χαρακτηριστικό δείγμα πετυχημένης απομόνωσης ο ασκητικός, μοναχικός βίος. Αλλά και στην περίπτωση αυτή η ψυχική λύτρωση συνίσταται αποκλειστικά σε συνεχείς επικλήσεις προς το Θεό για χάρη της κοινωνίας. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους διανοητές, που απομονώνονται θεληματικά, για να καλλιεργήσουν την εσωτερική τους όραση, μακριά από το θόρυβο και τη φθορά του κόσμου. Το έργο τους όμως ξαναγυρίζει και ανήκει στον κόσμο. Γίνεται κτήμα ατίμητο της κοινωνίας.

Από την εξέτασή μας δεν πρέπει να διαφύγει η λέξη «γενικά», που προσάπτεται σαν επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη «προβλήματα». Ό,τι είναι γενικό, είναι ταυτόχρονα και ατομικό. Τα προβλήματα αυτά είναι ιδιαίτερα ατομικά προβλήματα του κάθε ανθρώπου, που ονομάστηκαν συνο-πτικώς «γενικά». Άρα η αιτία του κάθε προβλήματος είναι το ίδιο το άτομο. Θ' αποτελούσε υποβιβασμό της ξεχωριστής ανθρώπινης οντότητας η άποψη ότι αφορμή των προβλημάτων είναι το απρόσωπο σύνολο. Τα προβλήματα δεν προκαλούνται από αψυχολόγητες μαζοποιημένες ενέργειες, έστω κι αν φαίνονται επιφανειακά σαν τέτοια. Πίσω από κάθε πρόβλημα υπάρχει το άτομο κι εμπρός από κάθε πρόβλημα -στην αιχμή- υπάρχει το άτομο σαν στόχος.

Βέβαια τα «γενικά» προβλήματα δεν απασχολούν υποχρεωτικά όλους τους ανθρώπους. Αλλά και ο πιο άτρωτος άνθρωπος, ο πιο αυτάρκης, για να πετύχει την όποιας λογής ευζωία του, θα υποχρεωθεί να έρθει σ' επικοίνωνία, συναλλαγή με τους «άλλους». Θ' αναγκαστεί ν' αντιμετωπίσει τα προβλήματα που τους απασχολούν. Μπορεί να κλείσει τα μάτια, να βουλώσει τ' αυτιά του, αλλ' αυτό δε σημαίνει πως τα προβλήματα δεν υπάρχουν. Κι ούτε υπάρχει η παραμικρή εγγύηση ότι κάποτε αυτά τα προβλήματα δε θα τον απασχολήσουν. Είναι προτιμότερο, λοιπόν, να συμμετέχει στις συλλογικές προσπάθειες για την επίλυσή τους, ώστε να διασφαλίσει και την προσωπική του ευζωία.

Επειδή στην εποχή μας υπάρχει μια έξαρση του ατομικισμού, που ευνοεί τέτοιες αντικοινωνικές συμπεριφορές, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε το ζήτημα και από την ηθική πλευρά του. Με άλλα λόγια, θεωρείται ηθικά επιτρεπτή η μονομερής ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία; Η μονομέρεια αυτή είχε επικριθεί από την αρχαία εποχή[3]. Η μη συμμετοχή στα κοινά θεωριόταν αδίκημα, που επέσυρε την ποινή της «ατίμωσης», δηλαδή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων[4]. Ο άρτιος άνθρωπος ήταν πολίτης, δηλαδή ένα λειτουργικό στοιχείο της κοινωνίας. Η λέξη «ιδιώτης», πήρε ονειδιστική σημασία, την οποία διατηρεί σε πολλές ξένες γλώσσες[5].

Επομένως η αποχή από τα κοινά στις δημοκρατικές ελληνικές πόλεις συνιστούσε μια ηθικά ανεπίτρεπτη πράξη.
Πέρα από την κατάθεση της ιστορίας, τη μετοχή του ανθρώπου στα κοινά, που συνεπάγεται συνεισφορά στην αντιμετώπιση των γενικών προβλημάτων, επιβάλλει και η αναγκαιότητα της ολοκλήρωσής του. Μόνο έτσι ο άνθρωπος εκπληρώνει την αποστολή του. Το άτομο δεν είναι ένα νεκρό κύτταρο του κοινωνικού οργανισμού, που μπορεί ν' αποβληθεί κάθε στιγμή χωρίς ν' αφήνει κενό. Αποτελεί λειτουργικό μέρος του και είναι απαραίτητη η προσφορά του. Μ' αυτό τον τρόπο, εκτός από το σύνολο, βοηθά και τον εαυτό του. Η γεωμετρική αύξηση των γνώσεων και η συνεχής εξειδίκευση εμποδίζουν την αυτάρκεια του ανθρώπου. Θα χρειαστεί τη συμβολή και τη συνδρομή πολλών ανθρώπων για ν' ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Η «αυτάρκειά» του στηρίζεται, έστω κι αν δεν το νιώθει ή δεν το αναγνωρίζει, στη συνεισφορά του όλου.

Αλλά και καθαρά πρακτικοί λόγοι επιβάλλουν τη συμμετοχή τού ανθρώπου στη λύση των κοινών προβλημάτων. Γιατί η επικοινωνία, η ανταλλαγή απόψεων και ο πολιτισμένος διάλογος πάντα φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα από τον πεισματικά απομονωτικό, ανεξέλεγκτο μονόλογο.

Τέλος, η μονομερής ενασχόληση του ανθρώπου με την ατομική του ευζωία δεν είναι θεμιτή και για κάποιους ειδικούς πολιτικούς λόγους. Όταν εκλεκτοί σε πνεύμα πολίτες αφοσιώνονται αποκλειστικά στην επιδίωξη ενός ατομικού πνευματικού ευδαιμονισμού κι αδιαφορούν για τα κοινά, τότε μένει ανοικτός ο δρόμος σε θορυβώδεις μειοψηφίες, που επωφελούνται από την αποχώρηση των αρίστων, για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Η μονομέρεια αυτή συχνά οδηγεί στην κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην εγκαθίδρυση δικτατορικού. Μια δικτατορία δε στηρίζεται τόσο πολύ στη δύναμη των λίγων, όσο στην απάθεια των πολλών. Και κατάλυση της δημοκρατίας οδηγεί την ιδιωτική, την ατομική ενασχόληση σε μια σχηματοποιημένη αδράνεια.

Δεν αγνοούμε βέβαια ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν —χωρίς όμως και να δικαιολογούν- την αρνητική στάση του σύγχρονου ανθρώπου έναντι των γενικών προβλημάτων. Η πικρία για την κρατική αστοργία είναι ο βασικότερος. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ωραίο λόγο, που διακήρυξε κάποτε ο δολοφονημένος πρόεδρος των Η.Π.Α. Τζων Κέννεντυ: "Μη ρωτάς τι κάνει το κράτος για σένα αλλά τι κάνεις εσύ για το κράτος».

Αν οι λόγοι της άρνησης είναι πολλοί, οι λόγοι της δυναμικής παρέμ¬βασης στα κοινά είναι περισσότεροι. Οι κάποιες ιδιάζουσες περιπτώσεις α¬ποτελούν εξαιρέσεις, που μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

[1]Φράση του Άγγλου ιστορικού Εδ. Καρρ.
[2]Φράση του Καρλ Πόππερ: «Ανοικτή κοινωνία», σ. 141.
[3]Χαρακτηριστικά ο Περικλής στον «Επιτάφιο» λέει: «Τον μηδέν τούτων μετέχοντα ουκ α-πράγμονα αλλ' αχρείον νομίζομεν» (= Αυτόν που δε συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρού¬με φιλήσυχο αλλ' άχρηστο).
[4]Ο Σόλωνας μάλιστα θέσπισε νόμο που όριζε «άτιμον είναι τον εν στάσει τον δήμον μη-δετέρας μερίδος γενόμενον». Δηλαδή ν' αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνον, που σε περίοδο εμφύλιας διαμάχης δε συμμετέχει στη μια ή στην άλλη παράταξη.
[5]Συγκεκριμένα, στα Γαλλικά και στ' Αγγλικά ο τύπος idiot, στα Ιταλικά η λέξη idiote και στα Ισπανικά idiota δηλώνουν τον μωρό, τον βλάκα, τον ηλίθιο.


Πηγή: Σαράντος Ι. Καργάκος

2 σχόλια:

Ζάχαρη είπε...

Καλησπερα νοων,νοειτω
Ολο το συστημα ειναι γεματος καθρεφτες.Ακομα και ο εαυτος μας ενας αλλος ειναι.Ετσι ποτε δεν υπολογιζομαστε σαν μονοι.

Ο νοών...νοείτω είπε...

Καλησπέρα Ζάχαρη.
Όταν όμως οι καθρέφτες θολώνουν από την αγωνία μας εάν αναπνέουμε, τότε και πάλι μόνοι μας νομίζουμε ότι είμαστε.