Στο έλεος των τραπεζών.

Όσο περισσότερο αργούν να αποσύρουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα οι κεντρικές τράπεζες και με όσο πιο πολλά χρήματα πλημμυρίζουν τις αγορές, τόσο πιο καταστροφική θα είναι η «απάντηση του «συστήματος», διά μέσου της «κυοφορίας» νέων υπερβολών («φούσκες»)

Περισσότερο από ένα τρις $ έχει μέχρι στιγμής «διοχετεύσει» η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) στην βαριά ασθενή οικονομία της υπερδύναμης (η «εξάρτηση» των Η.Π.Α. από την Κίνα είναι πλέον τρομακτική), μέσω της αγοράς μεγάλων ποσοτήτων αξιόγραφων - μεταξύ των οποίων ομολόγων του δημοσίου. Δηλαδή, το αμερικανικό κράτος αγόρασε μόνο του τα δικά του ομόλογα (χρεώστης και πιστωτής ταυτόχρονα), διατηρώντας «τεχνητά» χαμηλό το μακροπρόθεσμο επιτόκιο τους και έχοντας την αλαζονεία να πιστεύει ότι, με αυτόν τον τρόπο θα «παραπλανήσει» τις χρηματαγορές. Από την άλλη πλευρά, σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, η Fed «μηδένισε» το βασικό επιτόκιο δανεισμού - με αποτέλεσμα να δανείζονται όχι μόνο «αφειδώς», αλλά χωρίς κανένα κόστος, αμείβοντας πλουσιοπάροχα τα στελέχη τους, ακόμη και οι μέχρι πρότινος χρεοκοπημένες εμπορικές και λοιπές τράπεζες.

Η κεντρική τράπεζα της Μ. Βρετανίας (BoE) ακολούθησε πιστά το «παράδειγμα» της Fed, μειώνοντας το βασικό επιτόκιο στο 0,5% και αγοράζοντας ομόλογα του βρετανικού δημοσίου, ύψους 175 δις £ - στη συνέχεια 25 δις £ επί πλέον. Ουσιαστικά δηλαδή, πήρε και αυτή τα χρήματα από τη μία τσέπη, βάζοντας τα στην άλλη – ως δια μαγείας λοιπόν τα διπλασίασε. Προφανώς πρόκειται για ένα εξαιρετικά επικίνδυνο «παιχνίδι», για μία «βραδυφλεγή» βόμβα καλύτερα στα θεμέλια της οικονομίας της, αφού σήμερα η BoE διατηρεί στην ιδιοκτησία της πάνω από το 30% των βρετανικών ομολόγων δημοσίου!

Εάν λοιπόν η BoE αποφάσιζε κάποια στιγμή να αποσυρθεί (το ίδιο ισχύει και για τη Fed, την πιο επικίνδυνη ίσως τράπεζα του πλανήτη), η έξοδος της από την αγορά ομολόγων δεν θα ήταν μόνο υπερβολικά πολύπλοκη, αλλά ταυτόχρονα καταστροφική, αφού θα προκαλούσε έναν τεράστιο «σεισμό» όχι μόνο στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα, αλλά σε ολόκληρη την αγορά της.

Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται μόνο στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία η οποία, κατά την άποψη μας, κινδυνεύει όσο καμία άλλη χώρα στον κόσμο με «εθνική χρεοκοπία» (κρίνοντας από το τεράστιο εξωτερικό χρέος της, το οποίο υπερβαίνει το 400% του ΑΕΠ της, από τα μηδαμινά κρατικά περιουσιακά στοιχεία που της έχουν απομείνει, καθώς επίσης από τον «αποψιλωμένο» παραγωγικό της «ιστό», ο οποίος έχει αντικατασταθεί προ πολλού από το χρηματοπιστωτικό κλάδο). Όλες οι κεντρικές τράπεζες ευρίσκονται αντιμέτωπες με μία «κοινή μοίρα»: έχουν θέσει στη ελεύθερη διάθεση του διεθνούς «χρηματοπιστωτικού συστήματος» μία ρευστότητα τρισεκατομμυρίων, η οποία απειλεί πάρα πολύ σοβαρά τη σταθερότητα της παγκόσμιας Οικονομίας.

Είναι προφανώς αυτονόητο πως η ποσότητα των «διαδικτυακών» χρημάτων, με την οποία έχουν «κατακλυσθεί» στην κυριολεξία οι αγορές, προκαλεί τεχνητή αύξηση της ζήτησης, γεγονός που έχει (ή θα έχει σύντομα) σαν αποτέλεσμα την αύξηση όλων των τιμών σε μη υγιή επίπεδα. Η άνοδος αυτή των τιμών, σε συνδυασμό με τις μειωμένες επενδύσεις στην παραγωγική διαδικασία, λόγω της συνεχιζόμενης «πιστωτικής συρρίκνωσης» (παγίδα ρευστότητας, οφειλόμενη κυρίως στον περιορισμένο δανεισμό των επιχειρήσεων εκ μέρους των τραπεζών), προαναγγέλλει ισχυρότατες «πληθωριστικές πιέσεις. Κατά την άποψη μας, ειδικά στα τρόφιμα, τα οποία «απορροφώνται» με εντονότερους ρυθμούς, τόσο από τις νέες καπιταλιστικές οικονομίες (Κίνα, Ρωσία κλπ), όσο και από τη χρήση των «πρώτων υλών» (ζαχαροκάλαμο κ.α.) στην παραγωγή βιοενέργειας.

Σε μερικούς «τομείς» της αγοράς, όπως για παράδειγμα στην τιμή του πετρελαίου και του χρυσού, καθώς επίσης στη διαμόρφωση των χρηματιστηριακών δεικτών (η αυξητική πορεία τους δεν οφείλεται βέβαια στην καλυτέρευση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης ή στα θεμελιώδη μεγέθη τους αλλά, κυρίως, στην υπερβάλλουσα ρευστότητα), παρατηρούνται ήδη τέτοιες υπερβολές, ενώ η συνεχής εκτύπωση νέων χαρτονομισμάτων από τις Η.Π.Α. έχει «κατακρημνίσει» την ισοτιμία του δολαρίου (επηρεάζοντας και αυτή με τη σειρά της τις τιμές των εμπορευμάτων - ιδίως δε αυτή του χρυσού). Επομένως, οι ενέργειες απόσυρσης των «μέτρων στήριξης» από όλες τις κεντρικές τράπεζες, «από κοινού» όμως, είναι μάλλον υποχρεωτικές ενώ, όσο πιο πολύ αργούν, τόσο πιο δύσκολο, επώδυνο και επικίνδυνο θα είναι.

Όσον αφορά τώρα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), γνωρίζουμε ότι, πριν από την παρούσα κρίση, δάνειζε στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μόνο περιορισμένα ποσά και μόνο βραχυπρόθεσμα (για μία εβδομάδα ή για τρείς μήνες), με επιτόκιο που καθοριζόταν από τη ζήτηση - από την ελεύθερη αγορά δηλαδή. Αντίθετα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ίσως και με κάποια καθυστέρηση, άρχισε να προσφέρει στις τράπεζες απεριόριστες σχεδόν ποσότητες χρημάτων, για μεγάλα χρονικά διαστήματα (ένα έτος) και με ένα ελάχιστο επιτόκιο - ένα επιτόκιο που καταρρίπτει κάθε προηγούμενο ρεκόρ.

Σήμερα όμως, γεγονός που θεωρείται επικίνδυνα βιαστικό (ιδιαίτερα επειδή δεν φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα των συντονισμένων ενεργειών όλων των κεντρικών τραπεζών μαζί, ως οφείλει), η ΕΚΤ προγραμματίζει, δυστυχώς πρώτη, την απόσυρση των «μέτρων στήριξης», σταματώντας από το 2010 τα επονομαζόμενα «δάνεια λήξης 31.12». Παράλληλα, τον Ιούνιο του 2010, στη λήξη τους δηλαδή, πρόκειται να εισπράξει από τις ευρωπαϊκές τράπεζες (προφανώς και από τις Ελληνικές, κάτι που επεξηγεί καλύτερα τη σημερινή «συμπεριφορά» τους, όπως και την πρόσφατη της ΤτΕ), με βάση τις συμφωνίες που υπάρχουν, το ιλιγγιώδες ποσόν των 442 δις € που τους έχει δανείσει.

Επειδή τώρα κάποιες από αυτές τις τράπεζες έχουν δανείσει περαιτέρω τα κράτη τους («αμβλύνοντας» τα δημοσιονομικά προβλήματα των χωρών τους – όχι αφιλοκερδώς βέβαια, αφού δανείζονται με 1% και δανείζουν έως και με 5,5%), χρησιμοποιώντας σαν ενέχυρο στην ΕΚΤ αντίστοιχα ομόλογα δημοσίου, η επιστροφή των χρημάτων θα προκαλέσει ένα άκρως επικίνδυνο «domino effect», με απρόβλεπτα επακόλουθα για πολλά (ιδίως για τα υπερχρεωμένα) κράτη. Ακόμη περισσότερο αφού αρκετοί πιθανολογούν βάσιμα ότι, η ΕΚΤ δεν πρόκειται πια να δανείζει τις τράπεζες «μακροπρόθεσμα» (για 3 ή 6 μήνες) ενώ, με τη λήξη των δανείων που έχουν ήδη δοθεί και με την αποπληρωμή τους από τις τράπεζες, θα αποσυρθεί αυτόματα η υπερβάλλουσα ρευστότητα από το «σύστημα» - η συγκεκριμένη (μη) ενέργεια ονομάζεται από τους αναλυτές «παθητική έξοδος».

Όμως, η μείωση του χρόνου πίστωσης των εμπορικών τραπεζών από την ΕΚΤ στα προηγούμενα επίπεδα (βραχυπρόθεσμα) δεν αρκεί - δεν ολοκληρώνει δηλαδή τις απαιτούμενες ενέργειες απόσυρσης της υπερβάλλουσας ρευστότητας από τις αγορές. Η ΕΚΤ φαίνεται να προγραμματίζει, ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2010, αφενός μεν τη μείωση των «ποσοτήτων» των χρημάτων που δανείζει, αφετέρου δε τη διακύμανση του επιτοκίου δανεισμού – τον καθορισμό του δηλαδή από τη ζήτηση και την ελεύθερη αγορά.

Τα αυξανόμενα επιτόκια («κυμαινόμενα»), είναι πολύ πιθανόν να λειτουργήσουν «αντιπληθωριστικά» (αποπληθωριστικά;) ενώ, εάν ακολουθήσει η αύξηση του βασικού επιτοκίου, οι «αντιπληθωριστικές» παρενέργειες θα γίνουν μία άκρως επικίνδυνη πραγματικότητα. Γράφουμε «παρενέργειες», όσον αφορά τον πληθωρισμό, επειδή τέτοιου είδους μέτρα εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, αιτιολογούνται μόνο από τυχόν αναθέρμανση της Οικονομίας. Εάν λοιπόν ληφθούν βιαστικά, εάν αυξηθούν δηλαδή τα βασικά επιτόκια πριν διαπιστωθεί με ασφάλεια ότι έχει ξεπερασθεί η κρίση (στην Ε.Ε. εν προκειμένω), προκαλούν συνήθως μία ακόμη πιο μεγάλη ύφεση από την προηγούμενη. «Μία έστω και ελάχιστη αλλαγή των επιτοκίων σήμερα», προειδοποιούν πολλοί αναλυτές, «θα μπορούσε να επηρεάσει την αγορά σε πολύ μεγάλο βαθμό» (πηγή: Spiegel).

Πολλοί ίσως θα θυμούνται ότι το 1987, η κεντρική τράπεζα τότε της Γερμανίας είχε αυξήσει πρώτη, αλλά ελάχιστα, το βασικό της επιτόκιο (οι Γερμανοί φοβούνται ανέκαθεν τον υπερπληθωρισμό, ο οποίος έχει οδηγήσει δύο φορές το κράτος τους σε χρεοκοπία) - μόλις κατά 0,1% για τα βραχυπρόθεσμα «επενδυτικά εργαλεία της» (ρέπος). Η κίνηση της αυτή είχε θεωρηθεί από τις Η.Π.Α. «επιθετική» απέναντι στη σταθερότητα του δολαρίου, γεγονός που οδήγησε το αμερικανικό χρηματιστήριο σε έντονη πτώση και δημιούργησε (εύλογα) συνθήκες ασάφειας (ανασφάλειας) σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι οδυνηρές «μνήμες» αυτού του γεγονότος, του ρίσκου δηλαδή που εμπεριέχουν τέτοιου είδους ενέργειες εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, είναι αυτές που τις εμποδίζουν να ξεκινήσουν προγράμματα απορρόφησης της υπερβάλλουσας ρευστότητας. Η Fed επιθυμεί μεν να περιορίσει την περαιτέρω αγορά ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου (εάν μπορέσει φυσικά), αλλά δεν θέλει σε καμία περίπτωση να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο – τουλάχιστον όχι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμη περισσότερο, η BoE είναι πρόθυμη να αγοράσει και άλλα ομόλογα του βρετανικού δημοσίου – πόσο μάλλον να συνεχίσει να διατηρεί χαμηλό το βασικό της επιτόκιο, μη έχοντας ουσιαστικά άλλη επιλογή.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν αμφιβάλλει κανείς σοβαρά και τεκμηριωμένα για τις αποφάσεις που θα πάρει τελικά η ΕΚΤ (δεν είναι προφανώς μόνη της στην αγορά) ενώ, όπως φαίνεται, η υπερβάλλουσα ρευστότητα, εάν δεν αυξηθεί ακόμη περισσότερο, θα παραμείνει τουλάχιστον ως έχει στο «σύστημα» - με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται τόσο για τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, όσο και για τους χρηματιστηριακούς δείκτες. Εκτός αυτού, η ίδια αυτή υπερβάλλουσα ρευστότητα θα συνεχίσει να παρεμποδίζει την εκτόνωση του εν ενεργεία «δημοσιονομικού» ηφαιστείου, «μεταλλάσσοντας» την νομοτελειακά σε καταστροφική έκρηξη.

Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com

Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Διευθύνει μία ιδιωτική επενδυτική ΑΕ, λειτουργώντας παράλληλα σαν εξειδικευμένος σύμβουλος στρατηγικής επιχειρήσεων, έχει εκδώσει το βιβλίο «Υπέρβαση Εξουσίας» και γράφει οικονομικές αναλύσεις σε έντυπα & ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Πηγή: Bank's News

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλό μηνα ευχομαι σε ολους με τη σειρα μου καπως ετεροχρονισμενα δεν το ειχα ξεχασει, ανωτερα βια...
@αλλενακι

Ο νοών...νοείτω είπε...

Να είσαι καλά αλλενάκι.