Η κρίση σπανιότητας του νερού, έτσι όπως τη βιώνει η Αίγινα
Της Σχεδίας στ’ ανοικτά της Αίγινας από τη Ρήξη (φ. 86) που κυκλοφορεί
Τα τελευταία περίπου 30 χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες τουριστικές ζώνες στον κόσμο, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται βαθμιαία τα συμπτώματα της κρίσης σπανιότητας του νερού. Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, και στο νησί μας, την Αίγινα.
Θα ήταν παράλογο να μην συνέβαινε. Παραθαλάσσιες και νησιώτικες, πρώην αγροκτηνοτροφικές περιοχές, με την αλιευτική δραστηριότητα μαζί, ως βασικούς οικονομικο-κοινωνικούς προσανατολισμούς, έγιναν πεδίο ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας. Στον λιγοστό πληθυσμό, ραγδαία από τη δεκαετία του ’90 και μετά, προστίθεται ένας πληθυσμός απαιτητικός και σπάταλος στο νερό και με «νέες» υδροβόρες αστικές συνήθειες περί «καθαριότητας» και «υγιεινής» και, ταυτόχρονα, αδιάφορος για την πραγματική τοπική ζωή. Αδιάφορος για την ένδεια του Αιγινήτη, που μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε δυνατότητα άνετης επιβίωσης ακόμα και οικονομικής μεγέθυνσης, με την παροχή υπηρεσιών στην τουριστική βιομηχανία. Άλλαξαν, λοιπόν, οι προσανατολισμοί της οικονομίας στο νησί μας, με βάση τη γενική κυρίαρχη πολιτική βούληση για μια ανεξάντλητη και «αειφόρο» στροφή προς τις τουριστικές υπηρεσίες.
Έτσι παραγκωνίστηκε, αν δεν καταστράφηκε εντελώς, κάθε δυνατότητα συγκράτησης των όμβριων υδάτων. Το δίκτυο ύδρευσης, και η επέκτασή του με διαρκείς προσθήκες, παρέμεινε ίδιο. Πολλά πηγάδια μετατράπηκαν σε βόθρους, ενώ για τις νέες ανάγκες του τουρισμού, αλλά και λόγω των θαυμαστών ιστορικών, γεωγραφικών, αισθητικών, κλιματικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων του νησιού, που προσελκύουν μετοίκους, ανοίχτηκε πλήθος γεωτρήσεων που από ένα σημείο και μετά τραβούσαν, απλώς, νερό από τη θάλασσα. Η έλλειψη στοιχειώδους μέριμνας, από τις εκάστοτε δημοτικές αρχές, να ενισχυθούν οι υποτυπώδεις υποδομές με υδροφόρα πλοία, προκειμένου να ελαχιστοποιείται το κόστος, η έλλειψη βούλησης για την αναπλήρωση νερού από κοινοτικά ελεγχόμενες γεωτρήσεις, η έλλειψη κοινωνικού ελέγχου για την ποσότητα εισαγωγής νερού, η έλλειψη μέριμνας σχετικά με το δίκτυο και τις τεράστιες απώλειες, η έλλειψη διάθεσης μιας νέας προσπάθειας συγκράτησης του επιφανειακού νερού με σύγχρονους τρόπους (π.χ. φράγματα τύπου Απεράθου Νάξου, δενδροφυτεύσεις, σπορά φυτών), υπερμεγέθυναν το ζήτημα. Έτσι μετατράπηκε η Αίγινα σε ένα αστικό τοπίο, από άποψη καθημερινών συνηθειών, οικονομίας και κοινωνίας. Έτσι γεννήθηκε η προβληματοποίηση του νερού.
Από την άλλη, οι τοπικές αρχές χρεώνονταν –διαρκώς– προκειμένου, λειτουργικά, να διατηρούν ένα σχετικά ανεκτό πεδίο παροχής υπηρεσιών, κυρίως στα τουριστικά στίφη, ενώ αδιαφορούσαν, στη βάση ενός πρόσκαιρου πολιτικού ή άλλου οφέλους, για τη δημιουργία και στήριξη υποδομών στην παροχή νερού. Έτσι, μέσες-άκρες, σε όλη την παράκτια Ελλάδα, αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα, η υπόθεση πόσιμο νερό απέκτησε κάτι παραπάνω από τη σημασία που είχε το πετρέλαιο τον προηγούμενο αιώνα. Πάνω σ’ αυτή την ανάγκη πάτησαν και οι βιομηχανίες εμφιάλωσης, που, είτε μέσω της διαφήμισης είτε μέσω της πραγματικής έλλειψης σε πόσιμο νερό, γιγαντώθηκαν, πουλώντας νερό από πηγές που νοικιάζουν ή ανήκουν στην επικράτεια Οργανισμών Τοπικής «Αυτοδιοίκησης», δίνοντας ψίχουλα ως ανταποδοτικά οφέλη.
Από την έναρξη της χιλιετίας, μάλιστα, εποχή στην οποία θεσμοποιήθηκε η δυνατότητα του κράτους να ελέγχει όλα τα νερά της ελληνικής γης, ξεκίνησε και όλη η παραφιλολογία για το νερό=εμπόρευμα καθώς και το ιδεολόγημα: «Μόνο όταν το πληρώνεις το εκτιμάς». Ο νόμος «Καλλικράτης», σύγχρονος πολιτικός ιμάντας μεταφοράς χρήματος προς τους ιδιώτες και τους εργολάβους, απογείωσε τη δυνατότητα των διεθνών ολιγοπωλίων του νερού, δηλαδή τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, να στήσουν ένα πανηγύρι χρήματος γύρω από τη διαχείριση του αστικού δικτύου ύδρευσης-αποχέτευσης των πόλεων, αλλά και όλων των τοπικών δικτύων μέσω της ίδρυσης θυγατρικής, τοπικής ΕΥΔΑΠ. Παράδειγμα αποτελεί η «δική μας» θυγατρική ΕΥΔΑΠ Νήσων, σε μια περίοδο που οι όροι των Μνημονίων περιλαμβάνουν την ιδιωτικοποίηση των «μητρικών» ΕΥΔΑΠ (Αθήνα-Πειραιά) και ΟΥΘ (Θεσσαλονίκη). Η επιλογή, τέλος, ως διευθύνοντος συμβούλου, ενός προσώπου που έπαιξε σημαντικό ρόλο σε πολυεθνική που ενεπλάκη με ιδιωτικοποιήσεις νερού διεθνώς (VEOLIA πρώην VIVENTI WATER), δεν έχει μόνο συμβολικό χαρακτήρα, αλλά επισφραγίζει μια βασική επιλογή: Την απόλυτη μετατροπή ενός απόλυτου αγαθού σε απόλυτο εμπόρευμα (υπάρχουν περιοχές στον κόσμο που απαγορεύεται και η συλλογή νερού της βροχής). Αυτή περίπου είναι η πραγματικότητα στο νησί.
Συμπερασματικά και ειδικά για το νησί μας και μπροστά στις ολοφάνερες προσπάθειες για διαρκή ανατιμολόγηση (=επέκταση της εμπορευματοποίησης) του νερού, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι:
Από τη μια έχουμε τη συνέχιση ενός αδιέξοδου τρόπου πολιτικής, οικονομίας και κοινωνικής συγκρότησης, που διαρκώς καταστρέφει τις δυνατότητες επιβίωσης, αυτοδυναμίας και αξιοπρέπειας.
Από την άλλη οφείλουμε να ξαναδίνουμε νόημα στις απονεκρωμένες έννοιες «δημοκρατία», «οικονομία» και «κοινωνία», να ανασταίνουμε τη χαμένη γνώση των παλιών, που μας στήριξε ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς, να αναζητούμε την ισορροπία κοινωνίας και ατόμου, κοινωνίας και φύσης, οικονομίας και κοινωνίας, ηθικής και πραγματικότητας.
Από σήμερα, και όχι σε ένα «απώτερο» μέλλον, μπορούμε να συζητάμε για την προσπάθεια τοπικής διευθέτησης ζητημάτων από τοπικές συνελεύσεις και τα δίκτυά τους σ’ όλο το νησί, την εφαρμογή προγράμματος κατασκευής φραγμάτων, σουβάλων κι άλλων μορφών ταμιευτήρων νερού, τη φύτευση δένδρων και άλλων φυτών, προκειμένου το ρίζωμά τους να συγκρατεί το βρόχινο νερό, την εξασφάλιση χαμηλής ροής στο δίκτυο ύδρευσης, και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, την αγορά πλωτής υδροφόρας, την απαγόρευση λειτουργίας και εγκατάστασης κάθε υδροβόρας ιδιωτικής, ή μέχρι τώρα δημοτικής επιχειρηματικής πρακτικής, την εγκατάσταση, και ελεγχόμενων κοινοτικά, γεωτρήσεων, την απαίτηση οικονομικής χρηματοδότησης για την κατασκευή στερνών σε κατοικίες και άλλα κτήρια, τη δημιουργία Ινστιτούτου Ανάλυσης Νερού και Γεωλογικών Μελετών, Κέντρου Θαλάσσιας Έρευνας, όπως και Εργαστηρίων Φυτοπαθολογίας-Κτηνιατρικής, τη στήριξη εγκαταστάσεων μεταποίησης, διάθεσης και διανομής για τα αγαθά της γεωργικής-κτηνοτροφικής παραγωγής-αλιείας, καθώς και του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών όλων των μεγάλων χρεοφειλετών, τη σταδιακή ανανέωση του δικτύου ύδρευσης και των εγκαταστάσεών του όπου χρειάζεται, όπως και τον έλεγχο της εισαγωγής του από επιτροπές πολιτών (απώλειες 45%), την αποκέντρωση αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών υπηρεσιών.
Με τις πτυχές αυτής της κατεύθυνσης ενδεχομένως προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα, εμπλουτισμένες κι από περισσότερες κοινωνικές ή τοπικές συνιστώσες, μπορούμε να προχωράμε, ανακτώντας την επιβίωση και την αξιοπρέπεια.
Θα ήταν παράλογο να μην συνέβαινε. Παραθαλάσσιες και νησιώτικες, πρώην αγροκτηνοτροφικές περιοχές, με την αλιευτική δραστηριότητα μαζί, ως βασικούς οικονομικο-κοινωνικούς προσανατολισμούς, έγιναν πεδίο ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας. Στον λιγοστό πληθυσμό, ραγδαία από τη δεκαετία του ’90 και μετά, προστίθεται ένας πληθυσμός απαιτητικός και σπάταλος στο νερό και με «νέες» υδροβόρες αστικές συνήθειες περί «καθαριότητας» και «υγιεινής» και, ταυτόχρονα, αδιάφορος για την πραγματική τοπική ζωή. Αδιάφορος για την ένδεια του Αιγινήτη, που μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε δυνατότητα άνετης επιβίωσης ακόμα και οικονομικής μεγέθυνσης, με την παροχή υπηρεσιών στην τουριστική βιομηχανία. Άλλαξαν, λοιπόν, οι προσανατολισμοί της οικονομίας στο νησί μας, με βάση τη γενική κυρίαρχη πολιτική βούληση για μια ανεξάντλητη και «αειφόρο» στροφή προς τις τουριστικές υπηρεσίες.
Έτσι παραγκωνίστηκε, αν δεν καταστράφηκε εντελώς, κάθε δυνατότητα συγκράτησης των όμβριων υδάτων. Το δίκτυο ύδρευσης, και η επέκτασή του με διαρκείς προσθήκες, παρέμεινε ίδιο. Πολλά πηγάδια μετατράπηκαν σε βόθρους, ενώ για τις νέες ανάγκες του τουρισμού, αλλά και λόγω των θαυμαστών ιστορικών, γεωγραφικών, αισθητικών, κλιματικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων του νησιού, που προσελκύουν μετοίκους, ανοίχτηκε πλήθος γεωτρήσεων που από ένα σημείο και μετά τραβούσαν, απλώς, νερό από τη θάλασσα. Η έλλειψη στοιχειώδους μέριμνας, από τις εκάστοτε δημοτικές αρχές, να ενισχυθούν οι υποτυπώδεις υποδομές με υδροφόρα πλοία, προκειμένου να ελαχιστοποιείται το κόστος, η έλλειψη βούλησης για την αναπλήρωση νερού από κοινοτικά ελεγχόμενες γεωτρήσεις, η έλλειψη κοινωνικού ελέγχου για την ποσότητα εισαγωγής νερού, η έλλειψη μέριμνας σχετικά με το δίκτυο και τις τεράστιες απώλειες, η έλλειψη διάθεσης μιας νέας προσπάθειας συγκράτησης του επιφανειακού νερού με σύγχρονους τρόπους (π.χ. φράγματα τύπου Απεράθου Νάξου, δενδροφυτεύσεις, σπορά φυτών), υπερμεγέθυναν το ζήτημα. Έτσι μετατράπηκε η Αίγινα σε ένα αστικό τοπίο, από άποψη καθημερινών συνηθειών, οικονομίας και κοινωνίας. Έτσι γεννήθηκε η προβληματοποίηση του νερού.
Από την άλλη, οι τοπικές αρχές χρεώνονταν –διαρκώς– προκειμένου, λειτουργικά, να διατηρούν ένα σχετικά ανεκτό πεδίο παροχής υπηρεσιών, κυρίως στα τουριστικά στίφη, ενώ αδιαφορούσαν, στη βάση ενός πρόσκαιρου πολιτικού ή άλλου οφέλους, για τη δημιουργία και στήριξη υποδομών στην παροχή νερού. Έτσι, μέσες-άκρες, σε όλη την παράκτια Ελλάδα, αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα, η υπόθεση πόσιμο νερό απέκτησε κάτι παραπάνω από τη σημασία που είχε το πετρέλαιο τον προηγούμενο αιώνα. Πάνω σ’ αυτή την ανάγκη πάτησαν και οι βιομηχανίες εμφιάλωσης, που, είτε μέσω της διαφήμισης είτε μέσω της πραγματικής έλλειψης σε πόσιμο νερό, γιγαντώθηκαν, πουλώντας νερό από πηγές που νοικιάζουν ή ανήκουν στην επικράτεια Οργανισμών Τοπικής «Αυτοδιοίκησης», δίνοντας ψίχουλα ως ανταποδοτικά οφέλη.
Από την έναρξη της χιλιετίας, μάλιστα, εποχή στην οποία θεσμοποιήθηκε η δυνατότητα του κράτους να ελέγχει όλα τα νερά της ελληνικής γης, ξεκίνησε και όλη η παραφιλολογία για το νερό=εμπόρευμα καθώς και το ιδεολόγημα: «Μόνο όταν το πληρώνεις το εκτιμάς». Ο νόμος «Καλλικράτης», σύγχρονος πολιτικός ιμάντας μεταφοράς χρήματος προς τους ιδιώτες και τους εργολάβους, απογείωσε τη δυνατότητα των διεθνών ολιγοπωλίων του νερού, δηλαδή τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, να στήσουν ένα πανηγύρι χρήματος γύρω από τη διαχείριση του αστικού δικτύου ύδρευσης-αποχέτευσης των πόλεων, αλλά και όλων των τοπικών δικτύων μέσω της ίδρυσης θυγατρικής, τοπικής ΕΥΔΑΠ. Παράδειγμα αποτελεί η «δική μας» θυγατρική ΕΥΔΑΠ Νήσων, σε μια περίοδο που οι όροι των Μνημονίων περιλαμβάνουν την ιδιωτικοποίηση των «μητρικών» ΕΥΔΑΠ (Αθήνα-Πειραιά) και ΟΥΘ (Θεσσαλονίκη). Η επιλογή, τέλος, ως διευθύνοντος συμβούλου, ενός προσώπου που έπαιξε σημαντικό ρόλο σε πολυεθνική που ενεπλάκη με ιδιωτικοποιήσεις νερού διεθνώς (VEOLIA πρώην VIVENTI WATER), δεν έχει μόνο συμβολικό χαρακτήρα, αλλά επισφραγίζει μια βασική επιλογή: Την απόλυτη μετατροπή ενός απόλυτου αγαθού σε απόλυτο εμπόρευμα (υπάρχουν περιοχές στον κόσμο που απαγορεύεται και η συλλογή νερού της βροχής). Αυτή περίπου είναι η πραγματικότητα στο νησί.
Συμπερασματικά και ειδικά για το νησί μας και μπροστά στις ολοφάνερες προσπάθειες για διαρκή ανατιμολόγηση (=επέκταση της εμπορευματοποίησης) του νερού, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι:
Από τη μια έχουμε τη συνέχιση ενός αδιέξοδου τρόπου πολιτικής, οικονομίας και κοινωνικής συγκρότησης, που διαρκώς καταστρέφει τις δυνατότητες επιβίωσης, αυτοδυναμίας και αξιοπρέπειας.
Από την άλλη οφείλουμε να ξαναδίνουμε νόημα στις απονεκρωμένες έννοιες «δημοκρατία», «οικονομία» και «κοινωνία», να ανασταίνουμε τη χαμένη γνώση των παλιών, που μας στήριξε ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς, να αναζητούμε την ισορροπία κοινωνίας και ατόμου, κοινωνίας και φύσης, οικονομίας και κοινωνίας, ηθικής και πραγματικότητας.
Από σήμερα, και όχι σε ένα «απώτερο» μέλλον, μπορούμε να συζητάμε για την προσπάθεια τοπικής διευθέτησης ζητημάτων από τοπικές συνελεύσεις και τα δίκτυά τους σ’ όλο το νησί, την εφαρμογή προγράμματος κατασκευής φραγμάτων, σουβάλων κι άλλων μορφών ταμιευτήρων νερού, τη φύτευση δένδρων και άλλων φυτών, προκειμένου το ρίζωμά τους να συγκρατεί το βρόχινο νερό, την εξασφάλιση χαμηλής ροής στο δίκτυο ύδρευσης, και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, την αγορά πλωτής υδροφόρας, την απαγόρευση λειτουργίας και εγκατάστασης κάθε υδροβόρας ιδιωτικής, ή μέχρι τώρα δημοτικής επιχειρηματικής πρακτικής, την εγκατάσταση, και ελεγχόμενων κοινοτικά, γεωτρήσεων, την απαίτηση οικονομικής χρηματοδότησης για την κατασκευή στερνών σε κατοικίες και άλλα κτήρια, τη δημιουργία Ινστιτούτου Ανάλυσης Νερού και Γεωλογικών Μελετών, Κέντρου Θαλάσσιας Έρευνας, όπως και Εργαστηρίων Φυτοπαθολογίας-Κτηνιατρικής, τη στήριξη εγκαταστάσεων μεταποίησης, διάθεσης και διανομής για τα αγαθά της γεωργικής-κτηνοτροφικής παραγωγής-αλιείας, καθώς και του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών όλων των μεγάλων χρεοφειλετών, τη σταδιακή ανανέωση του δικτύου ύδρευσης και των εγκαταστάσεών του όπου χρειάζεται, όπως και τον έλεγχο της εισαγωγής του από επιτροπές πολιτών (απώλειες 45%), την αποκέντρωση αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών υπηρεσιών.
Με τις πτυχές αυτής της κατεύθυνσης ενδεχομένως προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα, εμπλουτισμένες κι από περισσότερες κοινωνικές ή τοπικές συνιστώσες, μπορούμε να προχωράμε, ανακτώντας την επιβίωση και την αξιοπρέπεια.
Καλοκαίρι 2012
http://sxedia.espivblogs.net
Πηγή: Περιοδικό Άρδην
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου