Ὁ ἑορτασμός τῆς ἀθλιότητας


Πηγή: Εστία

Ημερομηνία:  04/11/2011

ς τό πμε καί λίγο μαρξιστικά. Τήν 28η κτωβρίου «πολαύσαμε» τόν ορτασμό τς θλιότητας καί τήν θλιότητα το ορτασμο. Μία θνική πέτειος δέν εναι... παίτειος. Ο ρωες το ’40-’41 δέν παιτον· παιτον. χι πλς τόν σεβασμό μας λλά τόν ρωισμό μας πρό τν δυσκολιν.

ποδειχθήκαμε «τρέσαντες», πως θά λεγαν ο ρχαοι Σπαρτιάτες. Δηλαδή, ριψάσπιδες. ντί νά ψώσουμε τό νάστημά μας πρό τν δυσκολιν, τό ψώσαμε ναντι τν νεκρν. Καί γίναμε καταγέλαστοι διεθνς. νάξιοι πόγονοι νδόξων προγόνων. Ο ρωες το ’40- ’41 μς χλευάζουν. Εμαστε τά ρέστα, τά «ψιλά» τς νδοξης κείνης γενις. πήρξαμε μνήμονες καί γι’ ατό γνώμονες. στορική γνώση φέρνει τήν πίγνωση· στορική γνοια φέρνει τήν πόγνωση.

πήρξαμε πό τν χλευαστικοί πρός τό παρελθόν. λλά βρις, πως συμβαίνει στήν ρχαία τραγωδία, φερε τήν τίσιν, δηλαδή τήν τιμωρία. σπευσαν πολλοί νά νομάσουν τήν τίσιν ατή κρίση. Πλάνη φρικτή. νέα μορφή τιμωρίας λέγεται κρισία. ν εχαμε κρίση, κόκκο μυελο, δέν θά εχαμε περιέλθει σέ τέτοια κατάσταση θλιότητας καί ξευτελισμο.

ν εχαμε κρίση θά εχαμε διδαχθε πολλά πό τό πος το ’40. Εχε πε πρός τούς νέους τότε Παλαμς ποιητικά: «Μεθύστε πό τ’ θάνατο κρασί το ’21». ν μεθούσαμε πό τό θάνατο κρασί το ’40, δέν θά εμαστε οκονομικά βουλιαγμένοι καί διεθνς ξευτελισμένοι. Διότι πήρξαμε δειλοί ναντι ατο πού εναι πιστότερος καί στιβαρότερος σύμμαχος στή ζωή. Καί μ’ ατό ννο τή δουλειά. Ο ρωες το ’40 καί το ’41 πρξαν ρωες στά πεδία τν μαχν, γιατί σαν ρωες τς βιοπάλης· χι θεσιθρες, καρεκλοκένταυροι τν δημόσιων γραφείων καί τν κηφηνείων.

ρωισμός το σήμερα πρέπει νά δειχθε χι μέ προπηλακισμούς κείνων πού μέ τήν ψφο του «χειροκρότησε» «γανακτισμένος» λληνικός λαός. ληθινός ρωισμός πρεπε καί πρέπει νά δειχθε μέ τή σκληρή δουλειά. Τήν θήνα κατά τά Μηδικά σωσαν τά «Ξύλινα τείχη», δηλαδή τά πλοα. ς στραφον ο νέοι πρός τή ναυτιλία, γιά νά δομε σωτηρία. ς κουσθε καί πάλι στά σχολεα σέ ποιητική πόδοση λόγος το Κων. Κανάρη: «Τίποτ’, ρχόντοι, δέν φελ, μονάχα τό καράβι». Παληκαριά εναι τό νά δαμάζεις τά κύματα, κι χι νά κας τήν λληνική σημαία, νά βάζεις φωτιές καί νά πλατσικολογες τά καταστήματα.

Σήμερα λλάς σύρεται σάν τό πτμα το Καντάφι πίσω πό τό ρμα μις μς οκονομικς πραγματικότητας. Φτανε καί ο ξένοι, φτανε καί ο πολιτικοί πού μς πούλησαν ψευδαισθήσεις καί αταπάτες. λλά περισσότερο φταμε μες πού φύγαμε πό τόν αυτό μας, γιά νά γίνουμε τάχα ...Ερωπαοι! Πού ξοστρακίσαμε τήν παράδοση τς νοικοκυρίστικης οκονομίας καί πολιτογραφήσαμε τήν οκονομία τν δανείων, τν πιδοτήσεων, τν χρηστων προγραμμάτων, τς πάτης, τήν ποία εφημιστικά νομάσαμε δημιουργική ( κάτι τέτοιο) λογιστική! μες, πού δημιουργήσαμε τόν πολιτισμό τς σπατάλης, τήν παρακμή τς χλιδς.

πως κ νεότητός μου δέν κολάκευσα τούς πολιτικούς, δέν εμαι διατεθειμένος νά κολακεύσω καί σους τούς ψήφιζαν γιά νά ξασφαλίζουν μαρτωλά ρουσφέτια. Τό νά διαλέγεις τήν θνική γιορτή γιά νά προπηλακίσεις τούς «κλέφτες» πολιτικούς, εναι νας εσχημος τρόπος νά ποσυνδεθες πό τούς ρωικούς νεκρούς, πού πάντα μείλικτα θά ρωτον: «Τί κανες σύ;».

δ καί χρόνια στά χωράφια μας, στά κοπάδια μας, στά καράβια μας, στίς βιοτεχνίες, στίς οκοδομές, στά δημόσια ργα δουλεύουν ο ξένοι. Ο ξένοι δουλεύουν· ο λληνες κλέβουν. ννο τούς κοινοτικούς πόρους. Τώρα πού στέρεψαν ο κρουνοί, κλέβουν καί ο ξένοι. Κλέβουν καί σκοτώνουν. Διότι μες γίναμε κουλοχέρηδες. Τό χέρι μας δέν ξέρει νά πιάσει κανένα ργαλεο.

Κοροϊδεύαμε πί τη τά παιδιά, πετώντας «βέρτα-κουβέρτα» χρηστα «χαρτιά», πτυχία χωρίς ντίκρυσμα σέ δουλειά. γινε λλάς μιά πέραντη πανεπιστημιούπολη. Πεντακόσια τμήματα πανεπιστημιακν σχολν πλωμένα σ’ λη τήν πικράτεια. Τά παιδιά δέν μάθαιναν τό «πς στρώνουν τραχανά», μάθαιναν μως ν’ πλώνουν τήν ρίδα τους στίς καφετέριες. Διότι μόνον ατές προήχθησαν διά τν πανεπιστημιακν σχολν. Ατές καί τά μπαράκια. Πίστεψαν φελς γονες καί παιδιά τι μέ τέτοια «χαρτιά» θά δον στόν λιο μοίρα. Κι μειναν μοιρα, κακομοίρικα καί κακορίζικα.

Κάποιοι πιδέξιοι νστρούχτορες, πού προσπαθον νά «καναλιζάρουν» τή λαϊκή ργή κατά πάσης προγονικς ξίας –δίως κατά τίς θνικές πετείους–, βρκαν φέτος τήν εκαιρία νά σχημονήσουν κατά τή διάρκεια τν παρελάσεων. λλά δέν εναι ο πολιτικοί ατοί πού τιμνται· εναι ο νεκροί. Εχα γράψει στά διδακτικά μου βιβλία πρό τεσσαρακονταετίας τι ο νεκροί κυβερνον τούς ζντες. ταν μς κυβερνοσαν ο νεκροί, μαστε ζωντανοί. Τώρα πού μς κυβερνον ο τάχα μου ζωντανοί, εμαστε θικά νεκροί.

Ο φαντάροι μας τήν παύριο τς 28ης κτωβρίου το 1940 πήγαιναν στή μάχη μέ τό χαμόγελο στά χείλη. μες χάσαμε τό χαμόγελό μας, χι γιατί θά πρέπει νά πολεμήσουμε λλά γιατί θά πρέπει νά δουλέψουμε. Θεωρ δικαιολογημένη τήν ποια γανάκτηση. Μπορ νά ρμηνεύσω καί τόν μπτυσμό τν πολιτικν. ταξαν πολλά καλά, πραξαν πολλά κακά. Εναι μως νοησία, πού σοδυναμεί μέ ατοκτονία, τό νά βεβηλώνεις τίς ερές στιγμές. Θά μο πετε τι ο νόητοι χουν δικαίωμα νά ατοκτονήσουν. Δέν καταστρέφουν τίποτε, διότι δέν εναι τίποτε.

στόσο, ο πιό μεγάλες καταστροφές στήν στορία ξεκίνησαν πό μιά νοησία. Γιά παρηγοριά τίς ρες τοτες τίς πικρές, διαβάζω τήν «Barbara» το Ζάκ Πρεβέρ: «, Barbara, τί βλακεία πόλεμος...». Κάποιοι μέ τίς μεθοδευμένες βλακεες τους τόν φέρνουν πολύ κοντά... 

Σαράντος Ι. Καργάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: