Γιάννης Παπαϊωάννου...ένας θρύλος του ρεμπέτικου.


Επιμέλεια: Αργύρης Παγαρτάνης

Η μικρασιατική καταστροφή, οι παράγκες στις Τζιτζιφιές
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας το 1914. Η μοίρα τα’ φερε έτσι που στα μικρά του χρόνια έζησε από την απόλυτη χλιδή μέχρι την απόλυτη ένδεια. Ο πατέρας του ήταν καμαρότος στα καράβια και κέρδιζε πολλά χρήματα, παρά τις σπατάλες του πρόσφερε στην οικογένειά του μία άνετη ζωή. Στα οκτώ του χρόνια όμως, ο μικρός Γιάννης βίωσε την Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και η μάνα του πρόλαβε να πάρει μαζί της μόνο μία μαξιλαροθήκη, στην οποία έριξε τα χρυσαφικά της, και τα εικονίσματα. Ολόκληρη η περιουσία τους χάθηκε όταν πέρασαν στην Ελλάδα και ταλαιπωρήθηκαν σε αρκετούς τόπους πριν καταλήξουν σε κάτι ξύλινες παράγκες στις Τζιτζιφιές, στα παραθαλάσσια σύνορα της Καλλιθέας με το Μοσχάτο στον Πειραιά.
Από μικρός μπήκε στο μεροκάματο για να βοηθήσει στο σπίτι. Έκανε του κόσμου τις δουλειές, από μαραγκός μέχρι βοηθός σε συνεργείο αυτοκινήτων και μούτσος σε τράτα. Σε καμμία δεν φάνηκε να προκόβει, έτσι κατέληξε στην οικοδομή. Του άρεσε, όμως πολύ και το ποδόσφαιρο και, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η μπάλα τον οδήγησε κατευθείαν στο μπουζούκι και στην λαμπρή μουσική του καριέρα!
Έφηβος ακόμα έπαιζε τερματοφύλακας στην Πέρα Κλουμπ. Προσφυγική ομάδα της περιοχής. Τότε αγωνίστηκαν σ’ ένα φιλικό ματς εναντίον μίας ομάδας από αλλοδαπούς ναυτικούς και σε μία έξοδό του τραυματίστηκε σοβαρά. Έμεινε στο κρεβάτι πολλές ημέρες, έχασε πολλά μεροκάματα και η μάνα του για να τον αποτρέψει να περνάει τον καιρό του με την μπάλα αποφάσισε, μετά από δική του προτροπή, να του αγοράσει ένα μαντολίνο.

Το μαντολίνο και το...απαγορευμένο μπουζούκι
Δεν υπήρχε έγχορδο όργανο που να μην...κελαηδάει στα χέρια του Παπαϊωάννου. Μαντολίνο έμαθε ουσιαστικά μόνος του, μία γειτόνισσα του έδειξε απλώς τα βασικά. Μετά ασχολήθηκε και με την κιθάρα. Του άρεσαν πολύ οι καντάδες και ως έφηβος συμμετείχε συχνά σε νυχτερινές εξορμήσεις.
Το μπουζούκι, κατά την δική του δήλωση, κίνησε την προσοχή του ένα μεσημέρι που βρισκόταν σε μία ταβέρνα και άκουσε στο γραμμόφωνο το «Μινόρε του Τεκέ» του Ιωάννη Χαλκιά. Από τότε καρφώθηκε στο νου του να αγοράσει μπουζούκι και όταν άρχισε πια να προοδεύει στην οικοδομή και να παίρνει και δικές του εργολαβίες (έκανε μάλιστα, τις πρώτες εργασίες στις θέσεις επισήμων του ιπποδρόμου στο Φάληρο...) είχε τα λεφτά να το κάνει. Η μητέρα του εξαγριώθηκε, τότε το μππυζούκι θεωρούνταν ακόμα όργανο της φυλακής και της πρέζας. Δεν μπορούσε, όμως, να τον αποτρέψει, αφού ο Παπαϊωάννου αναγκαζόταν να μελετάει κρυφά στο σπίτι ενός φίλου.
Πριν ακόμα ανέβει σε πάλκο να δουλέψει επαγγελματικά είχε αποκτήσει φήμη εξαιρετικού μπουζουξή. Στα 19 του χρόνια μπορούσε να παίξει με την ίδια μαεστρία μπουζούκι, κιθάρα και μπαγλαμά και έγινε περιζήτητος στις κομπανίες. Κάθισε δίπλα στον θρυλικό Μπαγιαντέρα για πρώτη φορά το 1933 και αργότερα συνεργάστηκε με τον Μάρκο Βαμβακάρη το 1937 και τον Στέλιο Κερομύτη. Ευτύχησε το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε, η Φαληριώτισσα, να σημειώσει τρομερή επιτυχία και να κάνει ρεκόρ δίσκων.
Το νερό είχε ήδη μπει στο αυλάκι...



Σεμνός και ταπεινός μέχρι και το τέλος
Το πιο χαρακτηριστικό στα τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου είναι ο γλυκός ήχος. Ο ίδιος έλεγε ότι τα πρώτα ακούσματά του ήταν καντάδες κι όχι μπουζούκι σε ανατολίτικους δρόμους, γι’ αυτό η μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών του ήταν επηρεασμένη από τον κάπως πιο δυτικό ήχο. Το μπουζούκι του δεν προσπαθούσε να βαρύνει την ατμόσφαιρα, αλλά ειδικά στα γρήγορα τραγούδια του πετούσε μαζί με την μελωδία. Ήταν, βεβαίως, και από τους λίγους ρεμπέτες που έγραψαν συρτά, χορευτικά τραγούδια, σε αντίθεση με άλλους που επέμεναν στα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα. Ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια, αφιερωμένο στον καπετάν Ανδρέα Ζέππο, τον καπετάνιο της τράτας στην οποία δούλευε, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της...ασυμβατότητάς του με τους άλλους ρεμπέτες. Πολλές φορές, μάλιστα, η καντάδα τον επηρέασε και στην φωνητική απόδοση των τραγουδιών του. Ήταν ο πρώτος που ηχογράφησε τραγούδια σε πρίμο-σεκόντο (διφωνία), σε αντίθεση με τα κλασσικά ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία αποδίδονταν μόνο με την φωνή του ερμηνευτή. Ο Παπαϊωάννου ακολούθησε το δόγμα της σεμνότητας και ταπεινότητας μέχρι το τέλος.
Από την στιγμή που αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι και έφτιαχνε τραγούδια, πέρασαν αρκετά χρήματα από τα χέρια του, όμως ποτέ δεν θέλησε να επιδειχθεί. Έμεινε πιστός στον Πειραιά, την περιοχή που μεγάλωσε και αγάπησε. Η μόνη του...παρασπονδία ήταν το 1953, όταν πρώτος αυτός από τους μεγάλους ρεμπέτες αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αμερική, να παίξει για τους ομογενείς που μαζεύονταν κατά εκατοντάδες εκεί που εμφανιζόταν.
Πιθανότατα ο Παπαϊωάννου να μην συνειδητοποίησε ποτέ τι τεράστιο κεφάλαιο ήταν για την ελληνική μουσική. Από την φύση του σεμνός, όταν επέστρεψε από τις ΗΠΑ, δεν θέλησε να το παίξει πρώτο όνομα, αντίθετα αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος μεσουρανούσε τότε. Τα γλέντια που έγιναν με τους δύο αυτού κολοσσούς στο ίδιο πάλκο, το κέφι που ξεσήκωναν με τα πειράγματά τους και την...ευγενή άμιλλα στο ποιος θα παίξει καλύτερα, έμειναν παροιμιώδη στην δεκαετία το ’60, όταν ο κόσμος είχε πια όχι μόνο απενοχοποιήσει το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά έψαχνε μετά μανίας να ακούσει ζωντανή μουσική.



Περισσότερα από 800 τραγούδια
Στην 55χρονη διαδρομή του στο τραγούδι ο Παπαϊωάννου αναδείχθηκε ως ένας από τους πολυγραφότερους συνθέτες. Από το μπουζούκι του ξεπήδησαν πάνω από 800 (!) διαφορετικά τραγούδια, στα περισσότερα βεβαίως ο ίδιος έγραψε και τους στίχους. Τραγουδούσε κιόλας, ο ίδιος, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη την φωνή του, του άρεσε περισσότερο να παίζει μπαγλαμά στο πλάι, κάτι που απαιτεί εξαιρετική επιδεξιότητα.
Τι να θυμηθεί κανείς από τα τραγούδια του...Μερικές μόνο από τις επιτυχίες του θα αναφέρουμε αποσπασματικά, κάποιες από αυτές πολύ δημοφιλείς ακόμα και σήμερα, που πολύς κόσμος δεν ξέρει ποιος τις δημιούργησε:
«Μοδιστρούλα», Βαγγελίτσα μου», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Η Πειραιώτισσα», «Ξανθιά μικρούλα», «Καψούρης», «Σου ‘χα χαρίσει την καρδιά», «Ραντεβού σαν περιμένω», «Είναι γιορτή κάθε στιγμή», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Ο καημός του χωρισμού», «Γιαχαμπίμπι», «Τι μάγια σ’ έχουνε ποτίσει», «Να το πάρεις το κορίτσι», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», και τον ύμνο «Πριν το χάραμα», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που το τραγούδησε αργότερα εξαιρετικά ο μεγάλος Καζαντζίδης, όλα αυτά πριν την δεκαετία του ’50.
Ακολούθησαν ακόμα περισσότερα:
«Είσαι γυναίκα του μπελά», «της αγάπης το τραγούδι», «Ο μπουφετζής», «άνοιξε άνοιξε», «Το τραγούδι των ψαράδων», «Έχω τα πάντα βαρεθεί», «Της ορφανής το κρίμα», «Το καραβοτσάκισμα», «Καλέ μάνα δεν μπορώ», «Μοναξιά», «άσε με, άσε με», «Αδικοφυλακισμένος», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Ο τζίτζικας κι’ ο μέρμηγκας», «Ναυάγιο», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει», «Λατρεία μου παλιά», «Που με βρήκες, που σε βρήκα», «Καραμπιπερίμ», «Τι τα θέλεις τα λεφτά», «Οι βαλίτσες», «Δεν θέλω το κακό σου», «Αλανιάρικο», «Όταν δω τα δυο σου μάτια», «θλιμμένο σούρουπο», «Εχθές αργά το δειλινό», «Εγώ θα σε γλυτώσω», «Ο θάνατος του μπεκρή», «Εσύ θα μετανοιώσεις», «Το παρασύνθημα», και «Οι γλάροι».

Το μοιραίο χάραμα
Μεγάλο ήταν το γλέντι στο Πανόραμα. Έκανε το κέφι του ως συνήθως. Έπαιξε και μπουζούκι πάνω από τον σβέρκο, όπως είχε συνηθίσει να κάνει όταν πρωτοέμαθε το όργανο.
Κατακαλόκαιρο του 1972, μόλις είχε αρχίσει να χαράζει όταν μπήκε στο αυτοκίνητό του για να πάει σπίτι στη Σαλαμίνα.
Την ίδια ώρα, όμως, «βγήκε ο χάρος να ψαρέψει με το αγκίστρι του ψυχές», όπως έγραψε σ’ ένα από τα τραγούδια του.
Αντάμωσαν σε μία κολώνα της ΔΕΗ, λίγο πριν το Πέραμα.
Το νήμα της ζωής του Γιάννη Παπαϊωάννου, ενός από τους μεγαλύτερους εκφραστές της ρεμπέτικης μουσικής στην Ελλάδα, κόπηκε βίαια εκείνο το πρωί της 3ης Αυγούστου.
Άλλοι είπαν ότι κοιμήθηκε.
Άλλοι ότι την τελευταία στιγμή διαπίστωσε πως στον δρόμο βρισκόταν ένα πληγωμένο πουλάκι και δεν του ‘κανε καρδιά να το πατήσει, προσπάθησε να το αποφύγει και τα αντανακλαστικά του δεν δούλεψαν.
Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν η ώρα του να φύγει, αυτός ο βασανισμένος άνθρωπος που έγινε θρύλος για το ρεμπέτικο τραγούδι, παρέα με τους άλλου μεγάλους τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη.

Πηγή: Φίλαθλος

Αφιερωμένο.

2 σχόλια:

Ζάχαρη είπε...

"Πριν το χαραμα",για παντα.Ευχαριστω νοων που με επανεφερες στα ισα μου και στα ακουσματα που μεγαλωσα...Για να θυμηθουμε την αλλη ,παλια Ελλαδα,ποσο φωτεινη και γλυκια ηταν.

nikos είπε...

μόνο ο πολιτισμός μένει εαυτόν το ντουνιά