Ξυλοναυπηγοί Σπετσών...





Η ξυλοναυπηγική τέχνη στις Σπέτσες και οι προεκτάσεις της.


Αλέξανδρος Δ. Μπούφης
Σπέτσες, Ιούλιος 2010
(απο την παρουσίαση στη διημερίδα “Σπέτσες και Ναυτιλία” που οργάνωσε το ΓΑΚ/Τοπικό Αρχείο Σπετσών)

Στην ανατολική Μεσόγειο αναπτύχθηκαν οι αρχαιότεροι πολιτισμοί. Εξαιτίας της μορφολογίας της, όλοι ασχολήθηκαν με τη θάλασσα. Οι Έλληνες, δημιούργησαν αποικίες, έφτασαν στα πέρατα του κόσμου, μετέδωσαν τον πολιτισμό τους και κυριάρχησαν στο εμπόριο. Όλα αυτά έγιναν με την ανάπτυξη της ξυλοναυπηγικής την οποία οι Έλληνες εξέλιξαν πάρα πολύ. Οι Έλληνες από τη φύση τους πολυμήχανοι, όπως τους εξυμνεί και ο Όμηρος, πρωτοτύπησαν στις ναυπηγήσεις, κατασκευάζοντας πλοία που άφησαν ιστορία όπως η Αργώ, η αθηναϊκή τριήρης κ.α.

Η τέχνη της ναυπηγικής.

Η ναυπηγική τέχνη είναι καθαρά εμπειρική. Εξελίχθηκε ανά τους αιώνες από τους ξυλοναυπηγούς που βελτίωναν τις κατασκευές ανάλογα με τις χρήσεις των πλοίων κάθε εποχής. Οι ξυλοναυπηγοί ήταν άνθρωποι παρατηρητικοί και επινοητικοί και πρόσθεταν συνεχώς νέες καινοτομίες στη δουλειά τους, χάρη και στις εμπειρίες των ταξιδιών. Η τέχνη δεν είναι εύκολη, απαιτεί καλό μάτι, αρκετό μεράκι και υπομονή. Το κυριότερο εργαλείο στη δουλειά αυτή είναι το μάτι, η παρατηρητικότητα. Αν δεν κόβει το μάτι σου και δεν πιάνουν τα χέρια σου δεν γίνεσαι ξυλοναυπηγός. Αυτήν την τέχνη τη μαθαίνεις παρατηρώντας, δεν υπάρχει τίποτα γραπτό. Γι’ αυτό οι ξυλοναυπηγοί ήταν πάντοτε λίγοι και περιζήτητοι σε κάθε εποχή. Σήμερα, παρατηρώντας τη ναυπήγηση ενός παραδοσιακού σκαριού, βλέπουμε τη συσσωρευμένη σοφία όλων των εποχών, το πόσο καλά ταιριάζουν και δένουν τα ξύλα μεταξύ τους, τον τρόπο που κατασκευάζεται κάθε κομμάτι με τα λίγα εργαλεία και τις γεωμετρικές επινοήσεις που συντελούν σ’ ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Γιατί αναπτύχθηκε στις Σπέτσες;

Οι Σπέτσες ένα μικρό νησί στο σταυροδρόμι του Αργολικού, ναυτικός σταθμός ανά τους αιώνες, ακολούθησε την πορεία και την εξέλιξη της κοινής μοίρας των θαλασσινών τόπων.

Αυτό που έκανε τις Σπέτσες να ξεχωρίζουν από τους άλλους τόπους, είναι το πλούσιο πευκόδασός τους. Σε αντίθεση με τη γύρω περιοχή του Αργολικού, αλλά και το Αιγαίο. Αυτό προσέλκυσε τους ανθρώπους κάθε εποχής στους ασφαλείς όρμους του νησιού για την κατασκευή των πλοίων τους. Από την νεολιθική εποχή οι Σπέτσες, η αρχαία Πιτυούσα, βρίσκονται στο επίκεντρο των ναυτικών εξελίξεων.

Σ’ ένα απ’ τα πρώτα ταξίδια που έκανε ο άνθρωπος από την Λέρνα στη Μήλο για τον πολύτιμο τότε οψιανό, οι Σπέτσες ήταν σταθμός. Σημαντικά επίσης είναι και τα δύο ναυάγια που ανακαλύφθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό του Δοκού που θεωρείται το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο, (3000 π.Χ. )και των Ιρίων, της εποχής του χαλκού ( 1200 π.Χ.) που μαρτυρούν το ναυτιλιακό εμπόριο της περιοχής στην εποχής τους. Στην περιοχή της Αγ. Μαρίνας εικάζεται ότι υπήρχε ναυπηγική εγκατάσταση όπου κατασκευάστηκαν «αι μελαναί νήες» του βασιλιά του Άργους και ήρωα του Τρωικού πολέμου, Διομήδη. Στο σημείο αυτό μετά από ανιχνευτική ανασκαφή του Δημ. Θεοχάρη, ανακαλύφθηκαν λείψανα πρωτοελλαδικού συνοικισμού, ίχνη μυκηναϊκής εγκατάστασης και ίχνη υστερομυκηναϊκού οικισμού.

Κατά τους Ελληνιστικούς, Ρωμαϊκούς και Πρωτοβυζαντινούς αιώνες (3ος π.Χ.- 5ος μ.Χ.), η πόλη, τα ναυπηγεία, τα δημόσια λουτρά βρίσκονται στο μυχό του Παλιού Λιμανιού, όπως αναφέρει και ο Σπετσιώτης ιστορικός Αν. Ορλάνδος, στο βιβλίο του «Περί της νήσου Πέτσας» το 1877. Συγκεκριμένα για τα ναυπηγεία αναφέρει:

«παρά την ακτήν του λιμένος εις την θέσιν Μπούφη σήμερον καλουμένην, εσώζετο μέχρι των πρώτων ετών της επαναστάσεως του 1821, νεουλκείον τι στερρώτατα εστρωμένον, ως από Θηραϊκής γης, εφ’ ου ανεσύροντο βεβαίως τα πλοία εις την ξηράν, ή ερρίπτοντο εις την θάλασσαν, προς δε και κρίκοι σιδηροί, εν οις επέδενον τα πλοία εκείνα, αλλ’ οίτινες επί της επαναστάσεως εκαλύφθησαν ολοσχερώς ένεκα των εν τω λιμένι ατιμωρητί χυνομένων πολλών υλών, εκ τε των επί της αυτής ακτής ναυπηγουμένων νέων και των εν τη θαλάσση ελιμενισμένων πλοίων. Ουδεμία δε αμφιβολία ότι και εν τη θέσει ταύτη, μικρά τις και ολιγοδάπανος ανασκαφή, τα πάντα θέλει ανακαλύψει.»

Ένα άλλο πολεμικό πλοίο που φτιάχτηκε στις Σπέτσες, απο τον πίνακα που δείχνει τη ναυμαχία της Αρμάτας το 1822.

Ανά τους αιώνες οι Σπέτσες άλλοτε ερημώνεται, άλλοτε εποικίζεται. Η πειρατεία κυριαρχεί στη θάλασσα και οι εποχές είναι δύσκολες για τους νησιώτες. Οι όρμοι τους όμως πάντοτε φιλοξενούν τα περαστικά πλοία στα ασφαλή νερά τους. Μετά την πτώση του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, οι Σπέτσες εποικίζονται από τους φυγάδες Αρβανίτες μισθοφόρους των Ενετών. Που γνώριζαν τις Σπέτσες ως πληρώματα στον ενετικό στόλο σε εμπορικά και αλιευτικά πλοία. Αυτοί πιθανότατα διέφυγαν με μικρότερα σκάφη προς την Isola di Spezie της εποχής εκείνης. Στράφηκαν προς τη θάλασσα αφού το νησί ήταν πιθανότατα ακαλλιέργητο και με μικρές δυνατότητες για διατροφή (νερό, ενδημικά ζώα και φυτά). Το δάσος του όμως είχε άφθονη ξυλεία για ναυπηγήσεις έτσι να ασχοληθήκαν με το ψάρεμα και το εμπόριο με τις γύρω πελοποννησιακές ακτές που είχαν προϊόντα για εξαγωγή. Οι πρώτοι ξυλοναυπηγοί της εποχής ίσως να είχαν εργαστεί στα ενετικά ναυπηγεία της Ασίνης και να γνώριζαν κάποια πράγματα. Για τους Ενετούς πάντως η ξυλοναυπηγική τέχνη αποτελούσε κρατικό μυστικό και τα ναυπηγεία στο ναύσταθμο της Βενετίας ήταν φρουρούμενα, ώστε να μην διαρρέουν τα μυστικά της τέχνης. Ο ιστορικός του νησιού Ανάργυρος Χατζηανάργυρος στα «Σπετσιωτικά»γράφει, ότι τα τότε πλοία ήταν μικρά και αδύναμα και εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο και την αλιεία. Όμως ήδη από το 1748, βλέπουμε στα αρχεία της Μάλτας τους Σπετσιώτες πρώτους απ’ όλους τους αιγαιοπελαγίτες, να φθάνουν στο λιμάνι της. Αυτό σημαίνει εξέλιξη ναυπηγικής αλλά και της ναυτικής τους τέχνης, αφού μέχρι τότε ταξίδευαν μόνο κοντά στις ακτές χωρίς ν’ ανοίγονται στο πέλαγος.

Ο Ανάργυρος Χατζηαναργύρος αναφέρει γι’ αυτούς τους εμπειρικούς μαστόρους ότι: «Διδάσκαλοι και μαθηταί ήσαν αυτοί οι ίδιοι, η ανάγκη δ’ εφεύρισκε τέχνας και ο πρακτικός νους των ανθρώπων προσεγίγνετο επίκουρος ίνα ρυμθίζωσι τα προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν αρμόζοντα».

Από τις εμπειρίες των ταξιδιών τους, οι καπεταναίοι μεταφέρουν στους ξυλοναυπηγούς τις ανάγκες και τις κριτικές. Επίσης εξοπλίζουν τα πλοία με κανόνια, που τα αγοράζουν κυρίως από τα παραθαλάσσια κάστρα, για να αντιμετωπίσουν τις πειρατικές επιδρομές, κι έτσι μαθαίνουν και να πολεμούν.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι αρκετά πλοία και πληρώματα είχαν αιχμαλωτισθεί και πολλοί είχαν σκοτωθεί σε τέτοιες συμπλοκές όπως οι σύζυγοι της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννουζας (1797) και ο Μπούμπουλης (1811). Οι εμπειρίες αυτές θα τους είναι σύντομα χρήσιμες αφού πάντα πρωτοστατούν σ’ όλα τα επαναστατικά κινήματα του Ορλώφ 1770, Κατσώνη 1790, Σενιάβιν 1806 και στην επανάσταση το 1821.

Κατά τα Ορλωφικά (1770) το νησί καταστρέφεται από τους Τούρκους και ερημώνει. Οι διασωθέντες κάτοικοι του διαφεύγουν στα Κύθηρα και στις απέναντι πελοποννησιακές ακτές και επιδίδονται σε πειρατεία κατά των Τούρκων. Οι σημαντικές φθορές που προξενούν στα τουρκικά πλοία αναγκάζουν τους Τούρκους να αμνηστεύσουν τους Σπετσιώτες και να τους επιτραπεί η επιστροφή στο νησί τους (1772). Την εποχή εκείνη έρχεται στο νησί από την Μήλο και ο πρώτος επώνυμος ναυπηγός ο Δημ. Μιχελής. Αυτός με μόνα εργαλεία τη στάθμη και τον πήχη κατασκευάζει ολκάδες, που είναι ιστιοφόρα πλοία, που γίνονται κωπήλατα σε περίπτωση άπνοιας,. Ναυπηγούν πλοία και επιδίδονται ξανά στο εμπόριο.

Οι Σπετσιώτες προσαρμόζουν τη δυτική τεχνολογία.

Μια νέα περίοδος αρχίζει για την ναυτιλία με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, την ύψωση της Ρωσικής σημαίας από τα Ελληνικά πλοία και την ελεύθερη διέλευση των στενών. Αργότερα, η έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι εξασθενούν το γαλλικό εμπόριο στη Μεσόγειο. Την εποχή αυτή εισέρχεται στο προσκήνιο και η Ρωσία ως μεσογειακή δύναμη. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται αιτία συνεχών συγκρούσεων και πολέμων, είκοσι περίπου χρόνων, στους οποίους εμπλέκονται όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Επειδή το μεσογειακό εμπόριο εξακολουθεί ν’ αποτελεί τον κύριο παράγοντα των διεθνών οικονομικών σχέσεων, η Μεσόγειος γίνεται το κέντρο των συγκρούσεων και των στρατηγικών ανακατατάξεων.

Οι πολεμικές κρίσεις ενισχύουν αποφασιστικά τη ναυτιλία και το εμπόριο των Ελλήνων, οι οποίοι παίρνουν τη θέση των Γάλλων και ανταγωνίζονται με επιτυχία τους Άγγλους. Οι νησιώτες γίνονται κύριοι του εμπορίου, κυρίως των δημητριακών και τροφοδοτούν τα αποκλεισμένα γαλλικά και ισπανικά λιμάνια. Τα κέρδη που αποκομίζουν είναι τεράστια. Τότε ναυπηγούνται στις Σπέτσες μεγαλύτερα ιστιοφόρα, λατινάδικα, σαχτούρια και καραβοσαίτες. Χαρακτηριστικό πλοίο ήταν η Πλειάς (Παλιά ή Παλιάτσα) του Χατζηανάργυρου που καθελκύστηκε το 1797 ήταν τρικάταρτο και είχε μήκος 29 πήχεων και χωρητικότητα 9000 κοιλών Κωνσταντινούπολης. Την ίδια εποχή οι πλουσιότεροι πήγαν στην Ευρώπη και ναυπήγησαν πλοία, όπως ο Κοσμάς Γκίνης που κατασκεύασε την πολάκα του στη Νεάπολη της Ιταλίας. Επίσης αρχίζουν να αρματώνουν τα πλοία με ψηλότερους ιστούς και τετράγωνα πανιά, για μεγαλύτερη ταχύτητα. Ταξιδεύοντας μ’ αυτά τα πλοία, οι ναυπηγοί μαθαίνουν τις δυτικές τεχνικές στην πράξη. Ο Ανάργυρος Χατζηανάργυρος στα «Σπετσιωτικά» αναφέρει:«προσωκεοιούντο ευκόλως, εντέχνως δε προσήρμοζον τας εκ Δύσεως εντυπώσεις ταύτας εις τα πάτρια ανατολικά κατασκευάσματα».

Κάθε καπετάνιος προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλον στο πλοίο, στα ταξίδια, στα κέρδη. Έτσι το 1801 ο Σπετσιώτης Γιάννης ,του Δημητράκη Λάζαρη έφτασε στις Αντίλλες, το 1803 ο Δημήτρης Χατζηανδρέας επονομαζόμενος Μπακίρης στον Άγιο Δομίνικο και ένας ξάδελφος του Χατζηανάργυρου στη Μαρτινίκα. Το 1809 οι αδελφοί Μπούκουρη, Ιωάννης και Δημήτριος, έφτασαν μέχρι το Μοντεβιδέο χωρίς Ευρωπαίο πλοηγό πράγμα αδιανόητο για την εποχή. Έχουμε και μια άλλη μαρτυρία από τον Άγγλο περιηγητή W. Leake που κατά την περιοδεία του στην Λακωνία στα τέλη Μαρτίου του 1805 συναντά στη Μονεμβάσια, έναν Σπετσιώτη εμποροπλοίαρχο που είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Αμερική με φορτίο ζάχαρης, ρούμι και καφέ τα οποία θα πουλούσε με μεγάλο κέρδος.

Τα πλεονεκτήματα των Σπετσιωτών: φυσικά και κοινωνικά.

Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, άλλοι ναυπηγούν στο εξωτερικό, άλλοι φέρνουν μαστόρους μαζί τους για να κατασκευάσουν τα πλοία τους το χειμώνα που σταματούν τα ταξίδια. Στις Σπέτσες το κόστος είναι μικρότερο, γιατί η πρώτη ύλη υπάρχει καθώς επίσης και το εργατικό δυναμικό. Το δάσος του νησιού και της Σπετσοπούλας παρέχει άφθονη ξυλεία για τις ναυπηγήσεις, προτιμώνται δε τα πεύκα από τους βορειοανατολικούς λόφους όπως αναφέρει ο Ορλάνδος. Όλοι συμμετέχουν παντού, στη ναυπήγηση, στο ταξίδεμα, στο εμπόριο, στα κέρδη, στον πόλεμο. Αυτή είναι η διαφορά από τα ναυτικά των μεγάλων αυτοκρατοριών της εποχής που απαρτίζονται από κατακάθια των λιμανιών, μπεκρήδες και βουρδουλιασμένους. Τη ναυπήγηση ενός πλοίου αναλάμβανε ο πρωτομάστορας κατόπιν συμφωνίας με τους πλοιοκτήτες. Είχε στην επίβλεψη του τους μαστόρους κάθε ειδικότητας. Όλα γίνονταν με απλά εργαλεία που τις περισσότερες φορές τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Από την κοπή των δένδρων μέχρι και το αρμάτωμα του καραβιού. Αυτό πρόσθετε σημαντικές γνώσεις στα πληρώματα που γνώριζαν το πλοίο τους με κάθε λεπτομέρεια και μπορούσαν να επιδιορθώσουν κάθε αβαρία. Επιστρέφουν απ’ τα ταξίδια τους στις αρχές του χειμώνα, γεμάτοι κέρδη, εμπειρίες και ιδέες για την επόμενη άνοιξη. Ο ανταγωνισμός οδηγεί σε αντιζηλίες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών του νησιού, για το ποιος θα φτιάξει μεγαλύτερο και ομορφότερο καράβι. Κάποιες απ’ αυτές όπως οι Μεξαίοι έχουν καλά οργανωμένες ναυτιλιακές επιχειρήσεις, με γραφεία, συνεργεία και αποθήκες στο λιμάνι.

Τα πλοία μεγαλώνουν και βελτιώνονται.

Μετά τα επαναστατικά κινήματα του Ορλώφ και του Κατσώνη, η Υψηλή Πύλη επιβάλλει περιορισμούς στις ναυπηγήσεις, με ανώτερο μήκος τρόπιδας 40 πήχεις. Οι Σπετσιώτες κατορθώνουν με τεχνάσματα και δωροδοκίες να παραβαίνουν τους περιορισμούς και να κατασκευάζουν τα πλοία που θέλουν. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό κατά τον Α. Ορλάνδο, είναι όταν κατά την περιοδεία του καπουδάν πασά Χουσεΐν στο Αιγαίο το 1803, καταγγέλθηκε σ’ αυτόν ότι στις Σπέτσες κατασκευάζονταν μεγάλα πλοία. Αυτός έφθασε στο νησί συνοδευόμενος από τον Υδραίο, Γεώργιο Βούλγαρη ,προς τον οποίο μάλιστα αποδιδόταν η καταγγελία και κατευθύνθηκε στο ναυπηγείο όπου κατασκευαζόταν το πλοίο των αδελφών Μέξη. Εκεί είδε και πληροφορήθηκε για το μέγεθος του πλοίου από τον ναυπηγό, αλλά δεν αρκέσθηκε σ’ αυτό και πήρε τον πήχη και καταμέτρησε ο ίδιος το πλοίο. Ρίχνοντας κάτω τον πήχη συνεχάρη τον Θοδωράκη Μέξη για το μέγεθος και την ομορφιά του πλοίου του και του ευχήθηκε πολλά κέρδη. Ομολόγησε δε,ότι η καταγγελία ήταν ψευδής από φθονερούς ανθρώπους ότι δήθεν το πλοίο ήταν μεγαλύτερο κι αφού φιλοδώρησε μεγαλοπρεπώς το ναυπηγό, αναχώρησε. Το ίδιο περιστατικό περιγράφει και ο Ανάργυρος Χατζηανάργυρος ως εξής:

Η Μπουμπουλίνα έφτιαξε το μπρίκι "Αγαμέμνων" στα καρνάγια των Σπετσών, που αντί να τα προστατεύει το Λιμενικό Σώμα, τα διώχνει.


«Κατεμηνύθη εις την Οθωμανικήν Πύλην, αγνοείται πόθεν, ότι εν Σπέτσαις την αρειμάνιον πάντοτε νήσον, είχε καταρτισθή ναύσταθμος επίφοβος, ότι εκεί εναυπηγούντο πλοία ευμεγέθη και ισχυρά, ικανά δε προς πόλεμον, τούτου ένεκεν εκρίθη εύλογον και επάναγκες να επιπλεύση αυτός ο ίδιος Χουσεΐν Πασάς εν έτει 1803, όπως επισκέφθη αυτοίς όμμασιν ο πιστός του Σουλτάνου τον τόπον και να ερευνήση περί των εν αυτώ διατρεχόντων. Πλην δεν εύρεν ελθών, παρά ησύχους ανθρώπους περί ίδια έργα ασχολουμένους, δύω δε πλοία επί του ναυπηγείου, τα του Θεοδωράκη Μέξη και του Χατζηανάργυρου, άτινα και καταμέτρησεν αυταίς χερσί, και ήσαν μεν των άλλων αληθώς ταύτα μεγαλύτερα, ουχί όμως οποία εφημίσθησαν, διό ευχαριστηθείς απήλθεν ο Οθωμανός Αρχιναύαρχος, καθησύχασεν δε και την εξουσίαν».

Η ευνοϊκή αντιμετώπιση της περίπτωσης αυτής από τον Χουσεΐν δεν οφείλεται μόνο στα δώρα που πρόσφεραν οι Μεξαίοι, αλλά και την προσπάθεια του Οθωμανού ναυάρχου να πείσει τους Έλληνες ναυτικούς ότι η Πύλη διάκειται ευνοϊκά απέναντί τους γι’ αυτό έχουν συμφέρον να ταξιδεύουν με οθωμανική σημαία και προστασία αντί της ρωσικής. Οι Οθωμανοί έχοντας αδυναμία να εξουδετερώσουν το ευρωπαϊκό μονοπώλιο στο θαλάσσιο εμπόριο, ενθάρρυναν τους Έλληνες υπηκόους τους σ’ αυτό.

Κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και ως το 1815, οι τιμές των δημητριακών έφθασαν στο τετραπλάσιο από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Οι Έλληνες έμποροι κυριαρχούν στα λιμάνια της Ανατολής και της νότιας Ρωσίας και συγκεντρώνουν στα χέρια τους σχεδόν όλο το τουρκικό, το νοτιορωσικό εμπόριο και αρκετό μέρος από το μεσιτικό εμπόριο της δυτικής Ευρώπης με τις ασιατικές χώρες.

Αυτή την εποχή ναυπηγούνται στο νησί τα μεγαλύτερα και ομορφότερα πλοία. Έχοντας αφομοιώση την ευρωπαϊκή τεχνολογία, οι Έλληνες ναυπηγοί φτιάχνουν κατασκευές που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Αυτές είναι οι περίφημες Σπετσιώτικες βρικογολέτες, πασίγνωστες για την ομορφιά, στερεότητα και ταχυπλοΐα τους και είναι περιζήτητες ακόμη κι απ’ τους Οθωμανούς. Ο Ορλάνδος αναφέρει σχετικά: «Ωνομάσθησαν βρικογολέτται ως εκ του είδους της κατασκευής των, διότι και τοι έχοντα μήκος τρόπιδος μεν 80, 90, και 100 αγγλικών ποδών, καταστρώματος δε 110-120 ποδών, φορτίον δεν εχώρουν, ή μόνον 7-8 χιλ. κοιλών και δια τούτο ήσαν αμίμητοι κατά την ταχυπλοίαν. Μετά την επανάστασιν οι Οθωμανοί ήγοραζον αυτά μετά πολλού ζήλου, επιθυμούντες ν’ αποκτήσωσι πλοία, περί της ταχύτητος των οποίων είχον ήδη λάβει αρκετήν πείραν και γνώση».

Ο Χατζηανάργυρος για να τονίσει την τελειότητα τους, μας αναφέρει δύο περιστατικά. Το πρώτο, όταν κατά την εκστρατεία της Σάμου το 1821 ο Μιαούλης επισκέφθηκε τον «Περικλή», πλοίο των Χατζηαναργυραίων ,αφού περιτριγύρισε στο κατάστρωμα του σιωπηλός για αρκετή ώρα, ρώτησε ποιος ναυπήγησε αυτό το πλοίο. Οι Υδραίοι δε,το ονόμαζαν «το ωραίο πλοίο». Και το δεύτερο, όταν το 1829 στο ναύσταθμο του Πόρου επισκευαζόταν ο «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας που είχε αγορασθεί από την Κυβέρνηση για τον Εθνικό στόλο, το επισκέφθηκε ο Γεώργιος Σαχτούρης. Αφού έμεινε έκθαμβος από την στερεότητα και την μεγαλοπρέπεια του, είπε στον Γεώργιο Ανδρούτσο που τον συνόδευε: «εχάθη ένας οικοκύρης εν Σπέτσαις να κρατήση δια λογαριασμό του αυτό το πλοίο, αυτόν τον βράχον;».

Τα πλοία αυξάνουν την ιστιοφορία τους και τα πληρώματα τη ναυτοσύνη τους.

Έτσι οι Σπετσιώτες επινόησαν πλοία που ήταν μοναδικά για την εποχή τους. Για να είναι γρήγορα, αύξησαν την αναλογία ύψους των ιστών προς το μήκος του πλοίου, δηλαδή έβαλαν περισσότερα πανιά για να έχουν μεγαλύτερη ιστιοφορία. Μπορούσαν να το κάνουν, επειδή τα πληρώματα είχαν μεγαλώσει πάνω στα πλοία, σε αντίθεση με τους ξένους. Έτσι όταν οι Άγγλοι συνέλαβαν δύο τέτοια πλοία κατά τον αποκλεισμό των Γαλλικών λιμανιών, για να τα χρησιμοποιήσουν αναγκάστηκαν να κοντύνουν τα κατάρτια.

Σ’ αυτά τα πλοία οι Σπετσιώτες στις 3 Απριλίου 1821 ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης, οι καραβοκυραίοι διέθεσαν στον αγώνα περιουσίες, πλοία και εαυτούς. Ο Σπετσιώτικος Στόλος απέδειξε την αξία του καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα. Τα ναυπηγεία του νησιού δεν σταματούν τις κατασκευές, όταν οι συνθήκες (πολεμικές-οικονομικές) το επιτρέπουν. Κατά τον Χατζηανάργυρο ναυπηγήθηκαν 16 πλοία, ενώ κατά τον Ορλάνδο 24 και αρκετά μικρότερα (γαλλιώτες, μύστικα, τράτες κ.α) που χρησίμευσαν ως βοηθητικά.

Σπετσιώτικα ιστιοφόρα το 1868 φτιαγμένα στα καρνάγια του νησιού, που ήταν τότε δεύτερα στις ναυπηγήσεις μετά τη Σύρο.


Μετά την Επανάσταση και ως το 1860, τα ναυπηγεία συνεχίζουν με έντονο ρυθμό τις κατασκευές και οι Σπέτσες γίνονται το δεύτερο ναυπηγικό κέντρο της Ελλάδας μετά την Σύρο. Κατασκευάζονται στο νησί σύμφωνα με πίνακα ναυπηγήσεων στην Ελλάδα 1843-1858, 643 σκάφη εκ των οποίων 225 βρίκια και 356 τρεχαντήρια, που αντικαθιστούν όσα χάθηκαν στον Αγώνα ή δόθηκαν στον Εθνικό Στόλο. Ο Αναστ. Ορλάνδος αναφέρει για την περίοδο εκείνη ότι τα περισσότερα μέρη της παραλίας ήταν καλυμμένα από ναυπηγική ξυλεία και στα δύο άκρα της πόλεως υπήρχαν 10-15 σκαρωμένα πλοία κάθε χρόνο. Καθημερινά εργάζονταν σ’ αυτά 600 ή 700 άνδρες και ο ήχος των σφυριών και σκεπαριών ήταν αδιάκοπος. Στο λιμάνι δε ήταν προσορμισμένα πάνω από εκατό πλοία.

Παρακμή και αντοχή.

Η μεγάλη μερίδα του μεσογειακού εμπορίου που κατείχαν οι Έλληνες πριν την Επανάσταση έχει προ πολλού χαθεί. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη έχοντας τελειώσει τους πολέμους τους έχουν επιδοθεί στο εμπόριο και την αποικιοκρατία. Με την εμφάνιση του ατμού η ιστιοφόρος ναυτιλία παρακμάζει. Οι Σπέτσες μη έχοντας την δυνατότητα να προσαρμοστούν στην νέα τεχνολογία, όπως και τα άλλα παραδοσιακά κέντρα, ακολουθούν την παρακμή τους. Το διεθνές εμπόριο περιορίζεται αισθητά και μόνο μικρά σκάφη ναυπηγούνται. Ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα τελευταία μεγάλα ιστιοφόρα έχουν χαθεί.



Οι ναυπηγήσεις όμως μικρότερων σκαφών και κυρίως τρεχαντηριών αυξάνονται συνεχώς και τα ναυπηγεία δέχονται παραγγελίες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Τα σπετσιώτικα τρεχαντήρια γίνονται πασίγνωστα και περιζήτητα στο πανελλήνιο. Είναι στολίδια σε κάθε λιμάνι που βρίσκονται και όλοι θαυμάζουν την ομορφιά και την ποιότητα κατασκευής τους.

Οι πετρελαιομηχανές εκτοπίζουν τα πανιά.

Από το 1930 αρχίζει μια νέα εποχή για την ναυπηγική τέχνη. Εμφανίζονται οι πρώτες πετρελαιομηχανές και τα καΐκια γίνονται μηχανοκίνητα, τα πανιά πλέον αποτελούν βοηθητικό μέσο. Τώρα έστω και με μικρή ταχύτητα μπορούν να πλεύσουν κόντρα στον άνεμο, ανάπλωρα, κάτι που με τα πανιά δεν κατάφερναν ποτέ. Έτσι αλλάζουν και οι τεχνικές στο ταξίδεμα και στις μανούβρες. Οι Σπετσιώτες ναυπηγοί προσαρμόζουν τις κατασκευές τους ανάλογα με τις νέες ανάγκες της εποχής. Αλλάζουν τα καΐκια τις αναλογιές τους και κυρίως το βύθισμα, αλλά και το πλάτος στην ίσαλο ώστε να μειώσουν το εκτόπισμα τους για και να αναπτύσσουν μεγαλύτερη ταχύτητα.

Ένας σύγχρονος Σπετσιώτης ξυλοναυπηγός που εφάρμοσε νέες τεχνικές ήταν ο αείμνηστος Στυλιανός Στυλιανού (1895-1993). Ο Μάστρο-Στέλιος ήταν ο πρώτος Έλληνας εμπειρικός ναυπηγός που δούλεψε απ’ ευθείας με ναυπηγικά σχέδια και ένας από τους λίγους που έφτιαχναν τέτοια σχέδια. Είχε μάθει να σχεδιάζει ναυπηγικές γραμμές κατά τη θητεία του στο ναύσταθμο και τις γνώσεις του αυτές τις εφάρμοσε στα παραδοσιακά σκαριά. Εκτός των άλλων σχεδίασε και έναν δικό του τύπο σκάφους, έναν «ταχύπλοο βαρκαλά» θα έλεγα, για να καλυφθούν οι τότε ανάγκες της δεκαετίας του ‘70 για γρήγορη μεταφορά τουριστών. Η μείωση του βυθίσματος και τα σχεδόν επίπεδα ύφαλα στην πρύμη έδιναν στο σκάφος μεγάλη ταχύτητα για την εποχή του. Στο ναυπηγείο του Κωστή Πετρούτση κατασκευάζεται το πρώτο σκάφος αυτού του είδους για λογαριασμό των Αφών Φωστίνη από το Πόρτο Χέλι, το «Έρως». Έχει μήκος 16μ. χωρητικότητα 75 επιβατών και αναπτύσσει ταχύτητα 14 κόμβων με μια πετρελαιομηχανή 180ΗΡ. Το συγκεκριμένο σκαρί απέκτησε μεγάλη ζήτηση για τις ικανότητες του, και κατασκευάστηκαν τα επόμενα χρόνια άλλα οκτώ τέτοια σκάφη από τον Δημ. Μπούφη μαθητή του Κ. Πετρούτση, που τα βελτίωνε συνεχώς. Αλλάζει σταδιακά το σχήμα της πλώρης (πιο ξέκλαδη, δηλαδή πιο ανοιχτή πάνω), και αυξάνει το μήκος τους ώστε να έχουν περισσότερη μεταφορική ικανότητα. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά κατασκευάστηκε το 1991 και είναι μήκους 25μ. πλάτους 6μ. και με δύο πετρελαιομηχανές 500 ΗΡ η καθεμιά, αναπτύσσει ταχύτητα 16 κόμβων και μπορεί να μεταφέρει 200 επιβάτες.

Θα πρέπει να αναφερθώ επίσης στον Μαστρο-Βασίλη Δελημήτρο, που το 1984 σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο Tim Severin και σχέδια του ναυπηγού Colin Moody, ναυπήγησε για λογαριασμό του National Geographic, την σύγχρονη «Αργώ». Ήταν μια παγκόσμια αναγνώριση της σπετσιώτικης ξυλοναυπηγικής τέχνης. Μετά την καθέλκυση της και τα δοκιμαστικά, έπλευσε για να αναβιώσει το ταξίδι στην Κολχίδα.

Το καρνάγιο του Σκλιά όπως ήταν πριν ...


Η εχθρότητα της πολιτείας.

Στην εποχή μας η παραδοσιακή ξυλοναυπηγική χάνεται. Υπάρχουν πλέον πολλοί λίγοι τόποι αλλά και μαστόροι στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Τα αίτια είναι πολλά και ποικίλα, όμως δεν πρέπει να χαθεί αυτή η πανάρχαια τέχνη. Όλοι οφείλουν θα πρέπει ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι σ’ αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά, που πρέπει να διαφυλάξουμε για να την παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Πρέπει να βρεθούν κίνητρα ώστε κάποιοι να συνεχίσουν την τέχνη αυτή. Η δουλειά είναι δύσκολη και βαριά για τα σημερινά δεδομένα. Απαιτεί αρκετά χρόνια εκμάθησης υπομονή, αγάπη και μεράκι. Οι απολαβές δεν είναι μεγάλες όπως σε άλλα χειρωνακτικά επαγγέλματα και οι νέοι δεν την προτιμούν. Στην εποχή μας που όλοι κοιτούν το εύκολο κέρδος, μόνο αυτοί που την αγαπούν και γνωρίζουν την αξία της συνεχίζουν στο αβέβαιο μέλλον που τους έχει διαμορφώσει η Ελληνική Πολιτεία, χωρίς καμιά αναγνώριση και υποστήριξη γι’ αυτό που κάνουν. Αξιέπαινοι είναι όλοι οι σημερινοί ναυπηγοξυλουργοί των Σπετσών που σ’ αυτήν την εποχή της ύφεσης της δουλείας τους, προσπαθούν να επιβιώσουν κρατώντας την κληρονομική τους τέχνη ψηλά, χωρίς απλοποιήσεις στις κατασκευές τους και συνεχίζοντας παρά την αδιαφορία της πολιτείας μια παράδοση αιώνων.

Σαν να μην έφταναν αυτές οι δυσκολίες, έχουμε και την εχθρότητα της πολιτείας. Έχει φτιάξει νόμους που εξισώνουν τα παραδοσιακά καρνάγια με τους καταπατητές του αιγιαλού. Προσπαθήσαμε να τους δείξουμε το σφάλμα τους αλλά τα συναρμόδια υπουργεία κωφεύουν. Φέρονται χειρότερα από τους Τούρκους, μιας και έκαναν παράνομους αυτούς που συνεχίζουν την τέχνη των προγόνων τους, στους ίδιους χώρους μ’ εκείνους. Την τέχνη που συμβάδισε με το κάθε βήμα της ιστορίας αυτού του τόπου, και χωρίς αυτήν η ιστορία θα ‘ταν κατά πολύ μικρότερη. Γιατί δεν υπάρχει Ελλάδα χωρίς θάλασσα.

Πηγή: Όψεις και απόψεις στις Σπέτσες.

1 σχόλιο:

nikos είπε...

την ίδια εικόνα βλέπουν οι περαστικοί και στη Ιερισσό Χαλκιδικής