Μύθοι και παραμύθια.

Ο μύθος του Γύγη.

Τον Πλάτωνα απασχολούσαν πάντοτε τα διττά -; αντικρουόμενα ζεύγη καλού -; κακού, ευτυχίας -; δυστυχίας, γνώσης -; άγνοιας, δικαιοσύνης -; αδικίας, γενναιότητας -; δειλίας, κοινωνικής προσφοράς -; απραγίας, αρμονίας -; δυσαρμονίας και οραματιζόταν την κυριαρχία του αγαθού σε ένα «φωτεινό», δηλαδή ευτυχισμένο και αρμονικό κόσμο.
Ο ευρηματικός φιλόσοφος, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας» του και με το στόμα του αδελφού του Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο...

Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα. Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Ο Γύγης το πήρε και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια. Κάποια μέρα διαπίστωσε ότι το πολύτιμο εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά. Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα. Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρά -; συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση -; τη δόξα και τον πλούτο.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί η κοινή λογική ενός ανθρώπου λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον και είναι ανασταλτικός παράγοντας, τις περισσότερες φορές, για τα οποιασδήποτε ποιότητας κέρδη μας. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.
Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.


Ο μύθος του Σπηλαίου.

«Να φαντασθής ὸτι ἡ ανθρώπινη φύση βρίσκεται στην ακόλουθη κατάσταση, ως προς την γνώση και την αγνωσία της. Φαντάσου ανθρώπους σε ένα υπόγειο οίκημα σαν σπήλαιο, με μιαν είσοδο ανοιχτή προς το φώς, που εκτείνεται σε όλο το μήκος του σπηλαίου. Μέσα εκεί βρίσκονται από μικρά παιδιά με τον αυχένα και τα πόδια τους έτσι σε δεσμά βαλμένα, ώστε να μένουν ακίνητοι και να κοιτάζουν μόνο μπροστά τους και να μην μπορούν από τα δεσμά που τους κρατούν να στρέψουν γύρω το κεφάλι.Μακριά πίσω τους και ψηλότερα από αυτούς, καίει το φέγγος μίας φωτιάς...
Και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, κάπως ψηλότερα, φαντάσου να περνάη ένας δρόμος.
Στου δρόμου την άκρη είναι χτισμένος ένας μικρός τοίχος, σαν τα παραπετάσματα που έχουν οι ταχυδακτυλουργοί εμπρός στους θεατές και δείχνουν επάνω από αυτά τα θαύματά τους.
- Φαντάζομαι είπε ο Γλαύκων.
- Φαντάσου τώρα πλάϊ στον τοίχο να περνούν άνθρωποι, που βαστούν παντός είδους σκεύη, σε τρόπο που να εξέχουν από τον τοίχο, και αγάλματα και άλλα ζώα πέτρινα και ξύλινα και λογής λογής δουλεμένα αντικείμενα. Και φυσικά από αυτούς που έτσι περνούν, άλλοι μιλούν και άλλοι σωπαίνουν.
- Μας παρουσιάζεις εδώ μιαν εικόνα απίθανη και απίθανους δεσμώτες.
- Και εν τούτοις αυτοί είναι όμοιοι με εμάς, είπα εγώ. Γιατί πρώτα-πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες μπορούν να δουν από τον εαυτό τους και από τους άλλους δεσμώτες τίποτε άλλο, παρά τις σκιές που πέφτουν, εξ αιτίας της φωτιάς, στον απέναντί τους τοίχο του σπηλαίου;
- Και τι άλλο, λέει, αφού είναι αναγκασμένοι να έχουν ακίνητο το κεφάλι των διά βίου.
- Και όσο γι΄ αυτά που κουβαλιώνται, δεν θα βλέπουν και αυτών των πραγμάτων μόνον τη σκιά;
- Τι άλλο δά;
- Αν λοιπόν μιλούσαν αναμεταξύ τους, δεν φρονείς, πως αυτά που βλέπουν θα τα χαρακτήριζαν σαν τα αληθινά όντα;
- Κατ΄ ανάγκην.
- Και αν σχηματιζόταν ηχώ στο δεσμωτήριο, από τον αντικρυνό τοίχο, κάθε φορά που κάποιος μίλησε από αυτούς που περνούν, τι φρονείς, δεν θα νομίσουν πως η σκιά που περνάει είναι εκείνη που ομιλεί;
- Έτσι μα τον Δία είπε.
- Ώστε οπωσδήποτε δεν θα νομίζουν, ότι υπάρχει τίποτε άλλο αληθινό εκτός από τις σκιές εκείνες, που κουβαλάν τα πράγματα στον δρόμο;
- Αναγκαστικά είπε.
- Σκέψου τώρα πως λύνονται τα δεσμά αυτών των ανθρώπων και πως γιατρεύονται από την αφροσύνη τους, όποια και αν είναι, σκέψου αν δεν είναι φυσικό να τους συμβούν τα ακόλουθα. Όταν κάποιος από αυτούς ξεδεθεί και αναγκαστεί ξαφνικά να σηκωθή και να στρέψει τον αυχένα και δεν μπορεί από την μαρμαρυγή του φωτός να δη εκείνα που πριν έβλεπε τη σκιά τους, τι φαντάζεσαι πως θα πη αυτός, αν κάποιος του υποδείξη, πως ό,τι ταότε έβλεπε ήταν φλυαρίες και πως τώρα είναι πιο κοντά στο όν και, καθώς είναι στραμμένος προς όντα που έχουν περισσότερο αληθινήν ύπαρξη, βλέπει και ορθώτερα τώρα, και τι θα πῆ, μάλιστα, άμα του δείξη κάθε έναν που περνάει και τον ρωτήση και τον αναγκάση να του αποκριθή τι είναι αυτός; Δεν φρονείς, πως αυτός θα απορή και θα νομίζη, πως εκείνα που έβλεπε τότε είναι αληθινώτερα από αυτά που τώρα του δείχνουν;
- Ασφαλώς μου λέει.
Και αν μάλιστα τον αναγκάσει να κοιτάξη το ίδιο το φώς, δεν θα πονέσουν τα μάτια του να κοιτάζουν και δεν νομίζη πώς αυτά είναι τω όντι σαφέστερα από εκείνα που του δείχνει ο άλλος;
- Έτσι είναι.
Και αν, είπα εγώ, τον τραβήξει κανένας από εκεί δια της βίας προς τραχύ και απότομο ανηφόρισμα και δεν τον αφήσει πριν τον φέρει έξω στο φώς του ήλιου, άραγε τότε δεν θα στεναχωριέται και δεν θα θυμώνη καθώς τον τραβούν και, όταν έλθη προς το φώς και έχη τα μάτια του γεμάτα από θάμβος, μήπως και τότε δεν θα του είναι αδύνατο να αντικρύσει έστω και ένα από αυτά, που τώρα λέγονται αληθινά;
- Έτσι ξαφνικά όπως θα ανεβή δεν θα του είναι δυνατόν είπε.
- Θα χρειασθεί λοιπόν να συνηθίσουν τα μάτια του, ως που να δή τον επάνω κόσμο. Και πρώτα θα βλέπη ευκολότερα τις σκιές και ύστερα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων όντων μέσα στο νερό και τελευταία τα ίδια τα όντα. Όσο για τα ουράνια σώματα και τον ουρανό, αυτά θα τα κοιτάξει ευκολότερα νύχτα, ατενίζοντας το φέγγος των άστρων και της σελήνης, παρά μέρα τον ήλιο και το φώς του.
-Πως αλλοιώς;
-Τελευταίο νομίζω πως θα μπορέση να αντικρύση τον ήλιο, όχι το φάντασμά του στα αντιφεγγίσματα του νερού ή σε όποιο άλλο μέρος φθάνει, αλλά αυτόν τον ίδιο, να τον κοιτάξη εκεί, στη θέση του, και να τον δή όπως είναι.
-Κατ΄ανάγκην είπε.
-Και τότε πια θα συλλογισθή, πως αυτός ο ήλιος είναι που φτιάνει τις ώρες του έτους και τα χρόνια και όλα τα επιτροπεύει, όσα υπάρχουνε στον ορατό κόσμο και πως είναι τρόπον τινά η αιτία όλων εκείνων, που αυτοί έβλεπαν.
-Φανερό, είπε, σε αυτά θα καταλήξη η σκέψη του.
-Και τι λοιπόν; Όταν θα αναθυμάται την πρώτη του κατοικία και τη σοφία την εκεί και τους τοτινούς συνδεσμώτες του, δεν φρονείς πως θα μακαρίζη τον εαυτό του για την τέτοια μεταβολή του και εκείνους θα τους ελεεινολογή;
-Και βέβαια.
-Και αν στους συνδεσμώτες του εκεί κάτω, τιμώνταν, επαινώνταν και αμοιβαία βραβεύονταν, εκείνοι που οξύτερα βλέπανε όσα περνούσαν και που καλύτερα θυμόντουσαν όσα από κάθε σκεύος περνούσαν πριν και όσα μετά, και που έτσι ασφαλέστερα προμάντευαν ποιο σκεύος θα περάση, νομίζεις, πως αυτός θα επιθυμήση να έχει αυτά και θα ζηλέψη εκείνους που ανάμεσα στους δεσμώτες έχουν τις τιμές και την υπεροχή, ή θα του συμβεί αυτό που μας λέει ο Όμηρος και ολόψυχα θα προτιμήση «να ζήση στη γή επάνω δούλος ενός άλλου, ενός άκληρου» και άλλο, ο,τιδήποτε να πάθη, παρά να σκέπτεται όπως εκείνοι σκέπτονται και να ζή όπως εκέινοι ζούνε;
-Έτσι και εγώ νομίζω, πως θα δεχθή να πάθη ό,τιδήποτε άλλο, παρά ζήση κατά εκείνον τον τρόπο.
-Και τώρα στοχάσου, του λέω. Αν πάλι αυτός ο άνθρωπος ξανακατεβή και καθίση στην ίδια θέση, δεν θα είναι τα μάτια του γεμάτα σκοτάδι, καθώς ξαφνικά θα έρχεται από τον ήλιο;
-Και βέβαια λέει.
-Και αν πρέπει να διαγωνισθή με αυτούς που πάντα μείναν δεσμώτες, λέγοντας για τις σκιές εκείνες τη γνώμη του, ενώ θα τα βλέπη όλα θαμπά, πριν συνέλθουν τα μάτια του, -και δεν χρειάζεται λίγος καιρός για να εξοικειωθούν,- δεν θα δώση αφορμή σε γέλια και δεν θα λένε γι’ αυτόν, πως αφού ανέβηκε στον επάνω κόσμο, γύρισε με χαλασμένα τα μάτια του και ότι δεν αξίζει ούτε να δοκιμάση κανείς να ανέβη επάνω; Και όποιων επιχειρεί να λύση τα δεσμά τους και να τους πάη ψηλά, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;»

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πολύ καλός ο μύθος του Σπηλαίου αλλά μπορείς να το δεις συνοπτικά σε ένα μικρό βίντεο!

http://www.youtube.com/watch?v=IbS8-8Dha6Q